Logo
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Σαλβαδόρ Αλιέντε - Αναμέτρηση με την Ιστορία

Ένα πρότυπο πολιτικής ηθικής

Στις 4 Σεπτεμβρίου 1970 ο σοσιαλιστής Σαλβαδόρ Αλιέντε (Salvador Allende Gossens) αναδείχθηκε νικητής των προεδρικών εκλογών που διεξήχθησαν στη χώρα του, τη Χιλή. Παρέμεινε στον προεδρικό θώκο έως τη βίαιη ανατροπή του και την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από τους αντιπάλους του, στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, ημέρα του θανάτου του, σε ηλικία 65 ετών.

 Για τον πατέρα της και την κληρονομιά που άφησαν οι αγώνες του είχε μιλήσει στο δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιάννη Ε. Διακογιάννη (1957-2006) η Ιζαμπέλ Αλιέντε Μπούσι, πολιτικός του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Χιλής με αξιοπρόσεκτη διαδρομή (πρόεδρος της παράταξής της, πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας της χώρας της). Το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνομιλίας του Διακογιάννη με τη χιλιανή πολιτικό είχε δημοσιευτεί στο φύλλο των «Νέων» που είχε κυκλοφορήσει τη Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2004, την ημέρα όπου προβαλλόταν πρώτη φορά σε αθηναϊκούς κινηματογράφους το ντοκιμαντέρ «Σαλβαδόρ Αλιέντε» του Πατρίτσιο Γκουσμάν (Patricio Guzmán), φίλου της Ιζαμπέλ Αλιέντε Μπούσι και επί μακρόν εξορίστου στο Παρίσι.
 

«ΤΑ ΝΕΑ», 6.9.2004, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Από το εν λόγω δημοσίευμα προέρχονται τα ακόλουθα αποσπάσματα:

«Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο πατέρας μου, δεν πίστευε απλώς στο σοσιαλισμό και στη δικαιοσύνη. Έκανε έργο τις ιδέες του. Και όταν είδε ότι δεν είχε άλλο όπλο για να προστατέψει την πατρίδα, τη δημοκρατία και τους φτωχούς εργάτες, από την ίδια του τη ζωή, θυσιάστηκε. Για τη Χιλή, τη Λατινική Αμερική, τον κόσμο. Ήθελε να δώσει ένα παράδειγμα».

«Η συγκίνησή μου είναι μεγάλη που τη Δευτέρα το βράδυ (σ.σ. την ημέρα της πρώτης προβολής του ντοκιμαντέρ) θα είμαι στην Αθήνα. […] η προβολή γίνεται πραγματικότητα μόλις λίγες ημέρες πριν από τη δική μας 11η Σεπτεμβρίου του ’73, όταν τα τανκς και τα αεροπλάνα του Πινοσέτ ισοπέδωσαν το Προεδρικό Μέγαρο της Μονέδα, επιβάλλοντας μια από τις σκληρότερες δικτατορίες που γνώρισε η ανθρωπότητα».

Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε (δεξιά) και ο Αουγκούστο Πινοσέτ

«Θυμάμαι ότι μαθαίναμε, από το ’67, για τη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Τους αγώνες και τις θυσίες του ελληνικού λαού, τα βασανιστήρια και τις εξορίες. Πιο πολύ όμως δεθήκαμε μαζί σας αφού σκοτώθηκε ο πατέρας και ήμασταν με τη μητέρα, λόγω της δικής μας δικτατορίας, εξόριστες, στο Μεξικό. Η φλόγα της γλυκιάς Μελίνας Μερκούρη και του σπουδαίου Ζυλ Ντασσέν, τα όνειρα των Παπανδρέου για λευτεριά στην Ελλάδα έδιναν και σε εμάς, που ζήσαμε τη φρίκη και ακούγαμε για τα φοβερά βασανιστήρια των συντρόφων μας, μία ελπίδα. Ότι κάπου αλλού, στο βόρειο ημισφαίριο, ένας άλλος λαός, ο ελληνικός, έδινε τη δική του μάχη, τιμώντας —θα έλεγα γιορτάζοντας ουσιαστικά— τη θυσία του πατέρα, που ήταν σύμβολο για όλη την ανθρωπότητα. Αισθανόμασταν ότι δεν είμαστε μόνοι».

«Κάθε λαός δεν μπορεί να έχει μέλλον, αν δεν ξέρει την ιστορία του. Και η ανθρωπότητα δεν μπορεί να έχει ένα αύριο, αν λησμονήσει γεγονότα που άλλαξαν την πορεία της. Νομίζω ότι εκεί περικλείονται η τέχνη και το μεγαλείο του Γκουσμάν. Η ταινία συναντά την ιστορία, με την ακρίβεια του ντοκιμαντέρ που δημιούργησε ένας μεγάλος φίλος. Πιστεύω ότι —παρά τον θαυμασμό του Γκουσμάν για τον Σαλβαδόρ Αλιέντε— σε κανένα σημείο της ταινίας του δεν επιχειρεί να ωραιοποιήσει την κατάσταση στην πατρίδα μου. Πουθενά δεν προσπαθεί να αγιοποιήσει τον πατέρα. Δείχνει τη Χιλή, τη φτώχεια στα χρόνια της δεκαετίας του ’70, τον αγώνα ενός λαού να ζήσει υπερήφανος, μακριά από την ξένη (την αμερικανική) εξάρτηση, και τη θυσία ενός ανθρώπου που δεν έθεσε την πολιτική και το ύπατο προεδρικό αξίωμα ως αυτοσκοπό. Όταν όμως κατάλαβε πως δεν μπορεί να δώσει τίποτα άλλο εκτός από την ίδια του τη ζήση, την προσέφερε και αυτήν. Ο Γκουσμάν σεβάστηκε την αυτοθυσία του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Κυρίως σεβάστηκε το ήθος που απέπνεε κάθε πράξη του πατέρα, προπάντων το τραγικό τέλος του. Έδωσε με απλό και παραστατικό τρόπο το μεγαλείο ενός ήρωα».

«Το πείραμα της Χιλής άφησε μεγάλη υποθήκη. Ο Αλιέντε δεν έμεινε ένα σύμβολο απλώς για τους Χιλιανούς. Έγινε διεθνές σύμβολο. Ενέπνευσε πολλούς να αγωνισθούν για τα ίδια ιδανικά, την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Κάποιοι είπαν πως αυτό ήταν ουτοπία. Λάθος! Ο κόσμος που ζούμε —με τις τόσες αδικίες του, αλλά και τις τόσες ομορφιές του— έχει δικαίωμα στο καλύτερο, την αξιοπρέπεια, τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό είδε και ο πατέρας σε όλη την πορεία του. Και εκεί, όταν το πρωινό της 11ης Σεπτεμβρίου επίορκοι αξιωματικοί αποφάσισαν να υπηρετήσουν τους ξένους και όχι τον χιλιανό λαό, αναμετρήθηκε με την Ιστορία. Έδωσε νόημα και περιεχόμενο στα όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο. Έπεσε —ο μοναδικός στην ιστορία των προέδρων της Χιλής— μαχόμενος μέσα στο Παλάθιο ντε λα Μονέδα, προσφέροντας ένα πρότυπο πολιτικής ηθικής».

«Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε δεν ήταν απλώς ένας πολιτικός που αγάπησε τη Χιλή. Πίστεψε βαθιά στη δημοκρατία και από το ’70, όταν ανέλαβε Πρόεδρος, έδωσε τη μάχη του για να διευρύνει αυτή τη δημοκρατία. Ήξερε ότι ο λαός μας ήταν φτωχός. Και έδωσε τον αγώνα του για να ζήσει καλύτερα ο κόσμος και με αξιοπρέπεια. Προώθησε, την περίοδο 1970-73, όταν κυβέρνησε, βαθιές κοινωνικές αλλαγές. Ονειρεύτηκε για τον λαό του, λάτρεψε τους εργάτες και λίγες ώρες προτού θυσιασθεί, ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη το πραξικόπημα, απευθύνθηκε σε αυτούς με ένα ιστορικό διάγγελμα. Η ιστορία είναι δική μας, είπε χαρακτηριστικά. Η ιστορία γράφεται από τους λαούς. Ζήτω οι εργάτες της Χιλής, ζήτω ο λαός της Χιλής. Αυτά είναι τα τελευταία λόγια μου. Είμαι σίγουρος πως η θυσία μου δεν είναι μάταιη. Έχω τη βεβαιότητα πως θα αποτελέσει τουλάχιστον ηθικό μάθημα για την καταδίκη των κακούργων, των προδοτών, των επιόρκων. Ε, λοιπόν, αυτό έγινε. Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε δεν έμεινε απλώς στην ιστορία του λαού μας. Άφησε τρομακτικές εμπειρίες για τις ερχόμενες γενιές. Άνοιξε δρόμους».

 
 
 
© Kifisia-Life. All Rights Reserved.