ενημέρωση 7:15, 28 March, 2024

Μπρούνο Λόζε - Στα ίχνη ενός Ναζί εμπόρου τέχνης – Μια τρομερή ιστορία

Ο ιστορικός Τζόναθαν Πετρόπουλος, ειδικός παγκοσμίως στη λεηλασία έργων τέχνης, μιλάει για το βιβλίο του, όπου αποκαλύπτει τη δράση του Μπρούνο Λόζε, που οργάνωσε τη μεγάλη λαφυραγώγηση έργων για λογαριασμό του Χέρμαν Γκέρινγκ

Επινε ως συνήθως τη σαμπάνια του ο Χέρμαν Γκέρινγκ – ο δεύτερος πιο ισχυρός άνδρας των Ναζί μετά τον Χίτλερ – ανάμεσα στα έργα τέχνης. Αυτά δηλαδή που είχαν λεηλατήσει από τους Εβραίους της Γαλλίας και στοιβάζονταν στο Ζε ντε Πομ, τον άλλοτε ανεξάρτητο εκθεσιακό χώρο με έμφαση στην αβανγκάρντ, ο οποίος είχε μετατραπεί σε αποθήκη από τους Γερμανούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ξεδιάλεγε ποια αριστουργήματα – λάφυρα θα αποτελούσαν το επόμενο φορτίο του ιδιωτικού τρένου για το εξοχικό του στα περίχωρα του Βερολίνου, όταν την προσοχή του απέσπασε ένας νεαρός αξιωματικός των Ες Ες: ψηλός, αθλητικός, με άπταιστα γαλλικά και διδακτορικό στην Ιστορία της Τέχνης. Το όνομά του ήταν Μπρούνο Λόζε. Κι αποδείχθηκε ο ιδανικός άνθρωπος για να αναλάβει τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων έργων από τη γαλλική πρωτεύουσα και να ενισχύσει την περίφημη Taskforce Reichsleiter Rosenberg (γνωστή ως ERR).

Ο ρόλος του αποδείχθηκε κομβικός κατά τη διάρκεια του πολέμου για τη λεηλασία των έργων τέχνης που ανήκαν σε εβραϊκές οικογένειες, αλλά και για τη διακίνησή τους δεκαετίες μετά την πτώση του Γ’ Ράιχ, καθώς κατάφερε, όπως πολλοί Ναζί, να γλιτώσει μέσα σε μία πενταετία από τη φυλακή μετά το 1945 και να δράσει ως έμπορος τέχνης. Το όνομά του όμως παρέμεινε στη σκιά και οι κινήσεις του – από επιλογή – είχαν παρασκηνιακό χαρακτήρα.

Δεκατέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του και ύστερα από δύο και πλέον δεκαετίες συγγραφικού μόχθου, ο Τζόναθαν Πετρόπουλος, ελληνοαμερικανός καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο ΜακΚίνα Κόλετζ του Κλέρμοντ της Καλιφόρνιας, από τους πλέον ειδικούς παγκοσμίως σχετικά με τις λεηλασίες έργων τέχνης από τους Ναζί και τη σχέση των εθνικοσοσιαλιστών με την τέχνη, επιχειρεί να αποκαλύψει την προσωπικότητα και τη δράση του Μπρούνο Λόζε. Ολα αυτά στο βιβλίο «Ο άνθρωπος του Γκέρινγκ στο Παρίσι: η ιστορία του Ναζί λαφυραγωγού έργων τέχνης και ο κόσμος του» (Yale University Press) που θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη Τρίτη. «Οταν συνάντησα για πρώτη φορά τον δρα Λόζε, το καλοκαίρι του 1998, δεν ήθελε να μιλήσει για τον εαυτό του, αλλά για άλλους λαφυραγωγούς, μιας κι εγώ ενδιαφερόμουν να μάθω τι απέγιναν όλοι αυτοί μετά τον πόλεμο, καθώς μέχρι και τις μεταπολεμικές δίκες υπήρχαν καταγεγραμμένα στοιχεία. Από το 1950 επικρατούσε «ξηρασία» στα αρχεία κι αποφάσισα να μιλήσω με τους πρωταγωνιστές όσο βρίσκονταν εν ζωή», λέει στα «Πρόσωπα» ο Τζόναθαν Πετρόπουλος που συνάντησε τον «ήρωα» του βιβλίου του περίπου 30 φορές από το 1998 έως το 2007, όταν πέθανε σε ηλικία 95 ετών.

Ο «επιβλητικός και τρομακτικός» στην όψη άνδρας (είχε ύψος 1,93 μ. και ζύγιζε 136 κιλά) με τα τεράστια χέρια – «τα μεγαλύτερα που είχα δει ποτέ μου, ένιωσα να εξαφανίζεται η παλάμη μου μέσα στη δική του όταν με χαιρέτησε διά χειραψίας, κι όταν μετά τον θάνατό του διάβασα σε μια επιστολή ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε σκοτώσει Εβραίους με τα ίδια του τα χέρια δεν το θεώρησα διόλου απίθανο» -, τα λαμπερά γαλάζια μάτια, το ωραίο γέλιο και την περίεργη αίσθηση του χιούμορ δεν ήταν, εξαρχής τουλάχιστον, πρόθυμος να μοιραστεί την ιστορία του. «Πιστεύετε ότι θα μου έλεγε τα μυστικά του από την πρώτη μας συνάντηση; Επρεπε να γνωριστούμε. Θεωρούσα ότι είχε στην κατοχή του λεηλατημένα έργα τέχνης από τους Ναζί, όπως και ότι γνώριζε πού είναι κρυμμένα ορισμένα άλλα. Αποδείχθηκε ότι οι υποψίες μου ήταν σωστές, αλλά έπρεπε να του εκμαιεύσω όσο περισσότερα στοιχεία μπορούσα. Δεν είναι εύκολο να πάρεις συνέντευξη από έναν Ναζί. Παίζαμε διαρκώς το παιχνίδι της γάτας με τον ποντικό: μου έδινε κάποια στοιχεία και με βάση αυτά προχωρούσα την έρευνα», λέει ο καθηγητής.

Τα κλειδιά που του άνοιξαν την πόρτα προς τον μυστικό κόσμο του Λόζε ήταν το γεγονός ότι είχε πάρει το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, το οποίο εκείνος είχε σε μεγάλη υπόληψη, ότι μιλούσε γερμανικά, ότι του θύμιζε τους αμερικανούς αξιωματικούς που τον είχαν ανακρίνει μετά το πέρας του πολέμου και ότι δεν είχε εβραϊκή καταγωγή. Οσο περνούσε ο καιρός, ο Λόζε γινόταν πιο διεξοδικός στις αφηγήσεις του και πιο χαλαρός, ενώ έδειχνε σαφώς ότι ενδιαφερόταν για την υστεροφημία του, αν και δεν μετάνιωσε για τις πράξεις του. «Οταν του έκανα αυτή την ερώτηση, τραγούδησε το τραγούδι της Εντίτ Πιαφ «Je ne regrette rien»…» θυμάται ο καθηγητής. Ηλπιζε, ωστόσο, σε ένα θετικό αποτύπωμα εν τέλει από τον Τζόναθαν Πετρόπουλο, «κάτι που σαφώς δεν έκανα», όπως μας λέει.

Το πορτρέτο του Λόζε πλάθεται με πολλές λεπτομέρειες. Για την εποχή του πολέμου, όταν κυκλοφορούσε με αυτοκίνητο και οδηγό, εντόπιζε κρυμμένες συλλογές Εβραίων και διοργάνωνε εκθέσεις – 18 συνολικά – με τα λάφυρά του για λογαριασμό του Γκέρινγκ. Τις συναντήσεις με τον Χίτλερ, με πιο αξιοσημείωτη εκείνη στο Μπράουνχαουζ, την έδρα του ναζιστικού κόμματος στο Μόναχο, όπου είχε συγκεντρωθεί ένας αριθμός έργων που θεωρούνταν δικές του δημιουργίες. Ο Χίτλερ εμφανίστηκε στην αίθουσα με ένα κοφτερό μαχαίρι και χαράκωσε όλους τους καμβάδες που δεν είχε ζωγραφίσει. Το περιστατικό αυτό ο Λόζε το χαρακτήρισε «βίαιο και ασυνήθιστο». Γίνεται λόγος ακόμη για την πενταετή φυλάκισή του – τέσσερα χρόνια στο Παρίσι – αλλά και την αποφυγή της καταδίκης για εγκλήματα πολέμου, πιθανόν επειδή εμφανίστηκαν ως «υπερασπιστές» του – παραδόξως – ακόμη και τα μέλη της επίλεκτης ομάδας των Συμμάχων, η οποία είχε επιφορτιστεί να διασώσει τα κλεμμένα έργα πριν τα καταστρέψουν οι Ναζί.

Βιλντενστάιν και Γκούρλικ

Αναφέρονται επίσης οι διασυνδέσεις του στα μεταπολεμικά δίκτυα διακίνησης έργων που απλώνονταν από τη Γερμανία, την Αυστρία, το Λιχτενστάιν και την Ελβετία ως τις ΗΠΑ. «Η σημαντικότερη αγορά στον κόσμο της τέχνης βρίσκεται στις ΗΠΑ και ακολουθεί και το χρήμα. Το 90% και πλέον των μουσείων που υπάρχουν σήμερα στη χώρα ιδρύθηκε μετά το 1945. Ο Λόζε και οι συν αυτώ βοήθησαν στη διαμόρφωση αυτών των μουσειακών συλλογών. Κι ορισμένα από τα νέα δεδομένα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αφορούν τη σχέση του Λόζε με τον Θίοντορ Ρουσό στη Νέα Υόρκη, έναν από τους αμερικανούς αξιωματικούς που τον ανέκριναν με το πέρας του πολέμου και εν συνεχεία έγινε αναπληρωτής διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου. Αυτή η σχέση εγείρει πολλά ερωτήματα. Τα έγγραφα του Ρουσό στα αρχεία του μουσείου δείχνουν μια στενή σχέση με τον Λόζε για περισσότερα από 20 χρόνια. Μία ακόμη πτυχή που φωτίζεται είναι ο δεσμός του με την οικογένεια Βιλντενστάιν, από τους μεγαλύτερους εμπόρους τέχνης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, παρά το γεγονός ότι είχαν εβραϊκές ρίζες. Ο Λόζε ήθελε να παραμένει όσο περισσότερο γίνεται στη σκιά, γι’ αυτό και δεν άνοιξε ποτέ του γκαλερί. Οταν ήθελε να εκθέσει κάποια έργα που του ανήκαν, όπως ορισμένοι πίνακες του Ντίρερ στα τέλη της δεκαετίας του ’60, χρησιμοποιούσε τον χώρο των Βιλντενστάιν», εξηγεί ο Τζόναθαν Πετρόπουλος.

Από τον κύκλο του Λόζε δεν έλειψε και ο Χίλντεμπραντ Γκούρλιτ, ο οποίος επίσης διακινούσε λεηλατημένα από τους Ναζί έργα. Περισσότερα από 1.400 εντοπίστηκαν τυχαία το 2013 σε διαμερίσματα που διατηρούσε ο υπερήλικος πλέον τότε γιος του στο Μόναχο. «Ζούσαν και οι δύο στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του πολέμου και συνεργάστηκαν σε μερικές περιπτώσεις. Δεν γνωρίζω ωστόσο αν διατήρησαν επαφές και μεταπολεμικά, ωστόσο είναι πολύ πιθανόν να συνέχισαν την επικοινωνία τους», εξηγεί.

Η μακροχρόνια και επίπονη έρευνα και συγγραφή του βιβλίου δεν αποδείχθηκε «αναίμακτη» για την καριέρα του ιστορικού, όπως παραδέχεται. Τα στοιχεία που έδινε με το σταγονόμετρο ο Λόζε στον Πετρόπουλο οδήγησαν τον τελευταίο ύστερα από πολλή προσπάθεια στη θυρίδα μιας ελβετικής τράπεζας, όπου ο πρώην αξιωματικός των Ναζί είχε κρύψει ένα έργο του Καμίλ Πισαρό. Ωστόσο οι κληρονόμοι του πίνακα κατηγόρησαν τον καθηγητή ότι ζήτησε εύρετρα. Αν και δεν του απαγγέλθηκαν ποτέ κατηγορίες, παραιτήθηκε από τη διεύθυνση του Κέντρου Μελέτης του Ολοκαυτώματος, της Γενοκτονίας και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του πανεπιστημίου όπου διδάσκει. «Ηταν μια δύσκολη κατάσταση, αλλά συνεχίζω να εργάζομαι για τα θύματα του Ολοκαυτώματος και τις οικογένειές τους ώστε να ανακτηθούν τα χαμένα έργα τέχνης. Νιώθω σαν να «παλεύω τον καλό αγώνα» βοηθώντας τους», σχολιάζει.

Η πολυετής κι ενδελεχής αυτή έρευνα οδήγησε σε σαφή συμπεράσματα σχετικά με τον αριθμό των έργων τέχνης που λεηλατήθηκαν από τους Ναζί; «Είναι δύσκολο να έχουμε ακριβή στοιχεία. Από τον Λόζε και την ομάδα του λαφυραγωγήθηκαν περί τα 30.000 έργα από το Παρίσι την περίοδο του πολέμου. Ο Γκέρινγκ πήρε κάπου 700 από τα καλύτερα, όπως και ο Χίτλερ. Οσον αφορά τον αριθμό των κλεμμένων που διακίνησε μετά τον πόλεμο, δεν έχουμε ακριβή στοιχεία, καθώς πολλές κινήσεις γίνονταν μυστικά και χρησιμοποιούσε μεσάζοντες για να αποκρύψει τη συμμετοχή του σε αυτές τις συναλλαγές. Ο ίδιος διέθετε μια συλλογή εκατομμυρίων ευρώ με έργα Μονέ, Ρενουάρ, Κουρμπέ κ.ά. Υπάρχουν ακόμη πολλά έργα που δεν έχουν εντοπιστεί», υποστηρίζει και θεωρεί ότι όσο θα ερευνώνται θυρίδες σε ελβετικές τράπεζες, αποθήκες στις ελεύθερες τελωνειακές ζώνες της Γενεύης και αδιερεύνητα αποθετήρια στη Ρωσία, τόσο θα εντοπίζονται κι άλλα χαμένα έργα.

«Μίλησα με τον πατέρα μου, του ανέφερα τη συζήτησή μας και μου αποκάλυψε ότι “ΤΑ ΝΕΑ” ήταν η εφημερίδα που διάβαζε καθημερινά ο παππούς μου ο οποίος διατηρούσε μαγαζί με ρούχα στο Μοναστηράκι», μας λέει στο περιθώριο της κουβέντας μας ο Τζόναθαν Πετρόπουλος, βαφτισμένος Γιάννης, στην Παντάνασσα, στην Πλατεία Μοναστηρακίου. Είναι ο παππούς απ’ τον οποίο έχει πάρει το όνομά του και, όπως έμαθε πρόσφατα, είχε βοηθήσει μια οικογένεια Εβραίων κατά τη διάρκεια του πολέμου να διαφύγει στην Παλαιστίνη. «Τα ελληνικά μου θα έπρεπε να είναι καλύτερα, το παραδέχομαι – μπορούσα όμως να συνεννοούμαι με τη γιαγιά μου –, αλλά διατηρώ στενούς δεσμούς με την Ελλάδα και σκέφτομαι να κάνω αίτηση για την ελληνική υπηκοότητα», συνεχίζει και αποκαλύπτει πως είχε φοιτητή τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο μάθημα των διεθνών σχέσεων. «Ηταν πολύ έξυπνος και φαινόταν φιλόδοξος. Ηξερα ότι προερχόταν από μια γνωστή οικογένεια, αλλά ομολογώ, όταν ήταν 20 ετών, δεν σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να γίνει πρωθυπουργός. Πιστεύω ότι τα πήγε καλά σε δύσκολες συνθήκες. Αν πάρω την ελληνική ιθαγένεια, θα έχω την ευκαιρία να τον ψηφίσω», καταλήγει.

info

Jonathan Petropoulos

Goering’s man in Paris

Yale University Press, σελ. 456 (αναζητήστε το και στο βιβλιοπωλείο Bookpath, Σόλωνος 69)

Πηγή: in.gr

Τελευταία τροποποίηση στιςΔευτέρα, 25 Ιανουαρίου 2021 09:23

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.