Η φοιτητική κατάληψη στο πανεπιστήμιο του Τορόντο αντέχει ακόμα
- Κατηγορία ΑΝΙΧΝΕΥΟΝΤΑΣ
- 0 σχόλια
Όταν η φοιτητική κατάληψη διαμαρτυρίας για τη γενοκτονία στη Γάζα στο πανεπιστήμιο του Τορόντο δέχτηκε τελεσίγραφο από τις πρυτανικές αρχές για την εκκένωσή της, βρήκε στο πλάι της τα συνδικάτα και τις φοιτητικές ενώσεις.
Φοιτήτριες, φοιτητές και προσωπικό του πανεπιστημίου του Τορόντο ξεκίνησαν τον δικό τους «καταυλισμό αλληλεγγύης στη Γάζα» στις 2 Μαΐου 2024, με μερικές σκηνές στο King’s College Circle, έναν μεγάλο ανοικτό χώρο ανάμεσα στα ιστορικά κτίρια του δημόσιου καναδικού πανεπιστημίου στο κεντρικό campus του.
Οι λίγες σκηνές γρήγορα έγιναν δεκάδες κι έπειτα εκατοντάδες, κάνοντας τον καταυλισμό του Τορόντο τον μεγαλύτερο στον Καναδά και δημιουργώντας έντονους πονοκεφάλους στις πρυτανικές αρχές του πανεπιστημίου, του οποίου το καταπίστευμα ελέγχει συνολικά πόρους περίπου 2,3 δισ. δολαρίων (3,15 δισ. καναδικά δολάρια).
Ο πρόεδρος (αντίστοιχος του πρύτανη) Μέρικ Σλόβερ Γκέρτλερ από την αρχή αντιμετώπισε εχθρικά τον καταυλισμό, απαιτώντας εκκένωση από την πρώτη μέρα και στήνοντας περίφραξη γύρω του (κι έπειτα κατηγορώντας τους φοιτητές για «περιορισμό κοινόχρηστου χώρου»). Έπειτα ξεκίνησε αυτό που ο ίδιος αργότερα θα ονόμαζε «διαπραγμάτευση με στόχο μια ειρηνική και βιώσιμη επίλυση» — επί της ουσίας επρόκειτο για προσχηματικές διαπραγματεύσεις στις οποίες, όπως καταγγέλλουν οι φοιτητές του πανεπιστημίου, οι εκπρόσωποι της διοίκησης αρνήθηκαν έστω και να πουν τη λέξη «Παλαιστίνη».
– ακρόαση εκπροσώπων των φοιτητών από το Επιχειρηματικό Συμβούλιο Διοίκησης του πανεπιστημίου — στις 16 Ιουνίου, αφότου όλες οι δραστηριότητες του πανεπιστημίου πριν τη θερινή περίοδο θα έχουν ολοκληρωθεί,
– δημιουργία «συμβουλευτικής επιτροπής» για την εξέταση της αίτησης για αποεπένδυση — για τη στελέχωση της οποίας, τη συμπερίληψη αιτημάτων και την τελική αποδοχή της έκθεσής της, τον τελικό λόγο θα έχει ο πρόεδρος,
– δημιουργία «ειδικής επιτροπής εργασίας» για την αύξηση της διαφάνειας και της λογοδοσίας των επενδύσεων του πανεπιστημίου — για τη στελέχωση της οποίας, τη συμπερίληψη αιτημάτων και την τελική αποδοχή προτάσεων, τον τελικό λόγο θα έχει ο πρόεδρος,
– καμία σκέψη αποκοπής συνδέσμων με ισραηλινούς εκπαιδευτικούς και πολιτιστικούς θεσμούς.
Για να φτάσουμε έτσι στο «ή αλλιώς…» του προέδρου Γκέρτλερ, το οποίο ήταν κάπως αόριστο. Οι απειλές προς τους φοιτητές ήταν στο μενού ήδη από την πρώτη μέρα του καταυλισμού, όταν έλαβαν τελεσίγραφο να τον διαλύσουν «μέχρι τις 10:00 το επόμενο πρωί». Όταν το πρωί ο καταυλισμός ήταν όχι μόνο στη θέση του, αλλά ενδυναμωμένος, ξεκίνησε ένα παθητικοεπιθετικό γαϊτανάκι συνεχών απειλών επέμβασης της αστυνομίας, ακόμα και ενόσω εκτυλίσσονταν οι «διαπραγματεύσεις» μεταξύ διοίκησης και φοιτητών.
Στον καταυλισμό συμμετέχουν από την πρώτη μέρα φοιτητές, φοιτήτριες και προσωπικό εβραϊκής καταγωγής, με εβραϊκές αντισιωνιστικές οργανώσεις να πραγματοποιούν τακτικά προσευχές και άλλες εβραϊκές θρησκευτικές τελετές στους χώρους του. Σε άρθρο του στον τοπικό τύπο, ο καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο πανεπιστήμιο του Τορόντο και μέλος του συμβουλίου διοίκησης του πανεπιστημίου, Ραμί Ελίτζουρ, χαρακτήρισε «άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως Εβραίοι» τους εβραϊκής καταγωγής συμμετέχοντες στον καταυλισμό και τους παρομοίωσε με «τον μικρό αριθμό ανθρώπων εβραϊκής καταγωγής [που] συμμετείχαν στον στρατό των Ναζί».
Μέχρι που την Πέμπτη 23 Μαΐου, ο πρόεδρος Γκέρτλερ δημοσίευσε επιστολή με την οποία έδινε τελεσίγραφο να διαλυθεί ο φοιτητικός καταυλισμός μέχρι το πρωί της Δευτέρας, απειλώντας με «περαιτέρω δράσεις». Στην επιστολή εξέθετε την τελική πρόταση του ιδρύματος, που κωδικοποιήσαμε πιο πάνω — και στην οποία οι φοιτητές απάντησαν με μία ευφυέστατη «διόρθωση γραπτού». Αλλά δεν διευκρίνιζε ποιες θα ήταν αυτές οι «δράσεις» — «ή αλλιώς» τι; Στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε, ο Γκέρτλερ δεν απέκλεισε (ξανά) την επέμβαση της αστυνομίας: «Δεν αποκλείουμε καμία επιλογή».
Οι απειλές αυτές, όμως, είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα. Το πρωί της Δευτέρας ο καταυλισμός ήταν ξανά στο King’s College Circle και η συγκέντρωση αλληλεγγύης στους φοιτητές ήταν μεγαλύτερη από ποτέ. Η Εργατική Ομοσπονδία του Οντάριο (Ontario Federation of Labour – OFL, το μεγαλύτερο εργατικό συνδικάτο του Καναδά που εκπροσωπεί περισσότερους από 1 εκ. εργαζόμενους στην περιφέρεια του Οντάριο) είχε από το Σάββατο δώσει εντολή στα μέλη της να βρίσκονται το πρωί της Δευτέρας εκεί και να υπερασπιστούν τους φοιτητές. «Αν, μέχρι τότε, αποφασίσετε να κινηθείτε εναντίον των φοιτητών, θα πρέπει πρώτα να περάσετε από τους εργαζόμενους», έγραψε σε επιστολή της προς τον πρόεδρο Γκέρτλερ η πρόεδρος του συνδικάτου, Λόρα Γουόλτον.
Ο καταυλισμός δέχτηκε και την αλληλεγγύη του υπόλοιπου φοιτητικού σώματος, με πέντε φοιτητικές ενώσεις που συνολικά εκπροσωπούν περισσότερους από 100.000 φοιτητές του πανεπιστημίου του Τορόντο να απευθύνουν κι αυτές επιστολή προς τις πρυτανικές αρχές. «Το πανεπιστήμιο του Τορόντο ήταν ένα από τα τελευταία πανεπιστήμια που αποεπένδυσε από το Απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής», υπενθύμισαν και προέτρεψαν τη διοίκηση «να διδαχθούν από τα παλιά τους λάθη όταν αντιμετωπίζουν τις φοιτητικές απαιτήσεις». «Απαιτούμε το πανεπιστήμιο το πανεπιστήμιο να επενδύσει στο μέλλον μας και όχι στη γενοκτονία και τον πόλεμο», δήλωσαν και έκλεισαν με το εμβληματικό σύνθημα «Disclose, Divest, we will not stop, we will not rest» («Αποκαλύψτε, Αποεπενδύστε, δεν θα σταματήσουμε, δεν θα ησυχάσουμε»).
Κι έτσι, με την αλληλεγγύη και τα φώτα στραμμένα στον φοιτητικό καταυλισμό αλληλεγγύης, η απειλούμενη επέμβαση της αστυνομίας δεν συνέβη ποτέ. Αντ’ αυτού και αφού είδε την αντίδραση, ο πρόεδρος Γκέρτλερ ενεργοποίησε το εναλλακτικό του σχέδιο — ανακοίνωσε την κατάθεση «από δικηγόρους του πανεπιστημίου» αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο του Οντάριο ώστε να δώσει εκείνο την εντολή επέμβασης στην αστυνομία. Ζητά, μάλιστα, το Δικαστήριο να εξετάσει εσπευσμένα την αίτηση — μέγιστη επιθυμία της διοίκησης είναι να ξεφορτωθεί τους διαμαρτυρόμενους μέχρι τις 3 Ιουνίου, που ξεκινούν οι ορκωμοσίες.
Παράλληλα, η διοίκηση φέρεται να έχει απειλήσει με απόλυση το προσωπικό, ώστε να μην στηρίξουν τον καταυλισμό και τα αιτήματά του, σύμφωνα με καταγγελία της επίκουρης καθηγήτριας του Τμήματος Ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου, Νισρίν Ελαμίν.
Είναι αμφίβολο το κατά πόσο θα επιτύχει — σε αντίστοιχη θέση, το ιδιωτικό πανεπιστήμιο McGill στο Μόντρεαλ έχει αποτύχει δύο φορές σε αντίστοιχες αιτήσεις προς το Ανώτατο Δικαστήριο του Κεμπέκ. Κι αυτό διότι, επί της ουσίας, αυτό που ζητούν τα πανεπιστήμια είναι να χαρακτηριστούν οι φοιτήτριες, οι φοιτητές και το προσωπικό που συμμετέχουν στον καταυλισμό ως «καταπατητές» («trespassers») υπονοώντας ότι βρίσκονται παράνομα σε ιδιωτική περιουσία.
Όμως, όπως τονίζουν Καναδοί νομικοί, ο χώρος των πανεπιστημίων δεν είναι ιδιωτική περιουσία με τον τρόπο που ένα σπίτι ή ένα κατάστημα είναι ιδιωτική ιδιοκτησία ενός ατόμου ή μιας εταιρείας — είναι χώρος ανταλλαγής απόψεων και, ως τέτοιος, το δικαίωμα του κοινού για πρόσβαση και χρήση του με σκοπό την ελεύθερη έκφραση λόγου και την ειρηνική συνάθροιση είναι κατοχυρωμένο στον Καναδικό Χάρτη Δικαιωμάτων και Ελευθεριών.
Εάν το Δικαστήριο αρνηθεί να πάρει την ευθύνη καταπάτησης των δικαιωμάτων των φοιτητών, ο Γκέρτλερ και οι λοιποί διοικούντες θα πρέπει να κάνουν αυτό που φοβούνται ίσως περισσότερο απ’όλα. Να «βάψουν τα χέρια τους με αίμα», μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, καθώς αν διατάξουν αστυνομική επέμβαση αυτή θα είναι σίγουρα βίαιη. Ή έχουν την επιλογή να αντιμετωπίσουν την απαίτηση των φοιτητών και του προσωπικού τους ως αυτό που είναι: μια κραυγή αλληλεγγύης που φωνάζει πως η συνενοχή των πανεπιστημίων με τη γενοκτονία στη Γάζα (και κάθε άλλη κερδοσκοπία από τον πολεμο) δεν είναι ανεκτή.
Πηγή: infowar