Μπάλα, χρήμα και «μονομάχοι» σε κατάθλιψη
Γράφει ο Κώστας Αργυρός
Το να μένεις για πάνω από ένα μήνα και μάλιστα στην αρχή της χρονιάς χωρίς τον δεύτερο καλύτερο σκόρερ σου της περασμένης σεζόν, είναι κάτι που κανένας προπονητής δεν το θέλει. Ειδικά όταν έχει ήδη χάσει και τον πρώτο σκόρερ της περασμένης περιόδου. Ο τραυματισμός του Ντάνιελ Στάριτζ θεωρείται σε μεγάλο βαθμό συνυπεύθυνος για τη μιζέρια της Λίβερπουλ, που έκανε τον χειρότερο της Σεπτέμβρη εδώ και δεκαετίες και γρατσούνισε άσχημα τη λαμπερή εικόνα που φαινόταν να χτίζει ο προπονητής της, Μπρένταν Ρότζερς. Το πικάντικο της υπόθεσης ήταν ότι ο 25χρονος τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια της διακοπής των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων για τις υποχρεώσεις των εθνικών ομάδων. Και ούτε καν σε αγώνα, αλλά στην προπόνηση της Εθνικής Αγγλίας.
Η Λίβερπουλ δεν είναι φυσικά η μόνη ομάδα, που πλήττεται από τις “διεθνείς” υποχρεώσεις των ποδοσφαιριστών της. Αυτές τις ημέρες γίνεται πολύς λόγος για το πού και πώς τραυματίστηκε ο Μεσούτ Εζιλ, με την γερμανική ομοσπονδία να δηλώνει, ότι έφτασε τραυματίας στην συγκέντρωση της εθνικής μετά από την τελευταία συμμετοχή του στο ντέρμπυ της ομάδας του της Αρσεναλ με την Τσέλσι.
Η συνεχής καταπόνηση των διεθνών ποδοσφαιριστών, που αναγκάζονται να ταξιδέψουν συχνά χιλιάδες χιλιόμετρα για να βρουν τις εθνικές τους ομάδες, έχοντας ήδη ένα βεβαρημένο πρόγραμμα με τις ομάδες τους, που μερικές φορές αγγίζει τα 60 παιχνίδια το χρόνο είναι έτσι κι αλλιώς ένα θέμα και στη Γερμανία, όπου οι “άτυχες” των προηγούμενων σεζόν ήταν κυρίως η Ντόρτμουντ και η Σάλκε. Φέτος όμως η αντιπαράθεση φαίνεται να αποκτά μια νέα δυναμική.
Το αγγλικό και το γερμανικό πρωτάθλημα, που θεωρούνται και τα πιο ανταγωνιστικά είναι αυτά που κάνουν το πρόβλημα ακόμα πιο φανερό. Οι σύγχρονοι ποδοσφαιριστές καλούνται να παίξουν το ρόλο των “μονομάχων”, που πρέπει να μπαίνουν στην αρένα δύο ή και τρεις φορές την εβδομάδα για να τιμήσουν τα συμβόλαια τους, αλλά και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μιας κοινωνίας του μιντιακού θεάματος, που έχει μετατρέψει το ποδόσφαιρο σε μια από τις μεγαλύτερες κερδοφόρες δραστηριότητες στον πλανήτη. Σε μια κανονική εβδομάδα δεν υπάρχει ημέρα, που η συνδρομητική τηλεόραση να μην έχει να προσφέρει ένα παιχνίδι κάποιου κορυφαίου πρωταθλήματος ή μιας ευρωπαϊκής διοργάνωσης.
Και σε μια εποχή, που πολλές ομάδες έχουν γίνει τόσο πολυεθνικές, που οι παίκτες τους δεν καταλαβαίνουν καν τα συνθήματα των οπαδών τους οι εθνικές ομάδες ισχυρίζονται ότι καλούνται να διασώσουν τον “εθνικό χαρακτήρα” του ποδοσφαίρου. Και οι εταιρείες έχουν μια δεύτερη ευκαιρία να εκμεταλλευτούν το προφίλ των αστεριών τους. Τι κι αν ο Εζιλ στην Αρσεναλ ή ο Ρόις στην Ντόρτμουντ φορούν PUMA σκέφτονται οι άνθρωποι της Αdidas, που περιμένουν τους αγώνες της εθνικής για να συλλέξουν εικόνες τους με τη δική της φανέλα. Το ίδιο προφανώς υπολογίζει και η Nike για τους ξενιτεμένους Βραζιλιάνους με το δικό της λογότυπο στο στήθος, σε μια χώρα όπου το επίσημο “τρικό” κοστίζει σχεδόν όσο το μηνιαίο εισόδημα ενός ανειδίκευτου εργάτη.
Ομως αυτούς τους ρυθμούς δεν τους αντέχει το ανθρώπινο σώμα, όπως εδώ και χρόνια προειδοποιούν οι ειδικοί. Η συζήτηση άναψε φέτος, χρονιά έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερης καταπόνησης εξαιτίας του καλοκαιρινού μουντιάλ, όταν στο πρόγραμμα μπήκαν και διεθνή φιλικά μέσα στο Σεπτέμβριο, τα οποία έκαναν άνω κάτω το πρόγραμμα πολλών “εμπορικών ομάδων”. “Σκοτώνουμε τους ποδοσφαιριστές” είπε ο Πεπ Γκουαρντιόλα της Μπάγερν και ο Ζοζέ Μουρίνιο προειδοποίησε ότι ο καλύτερος του επιθετικός ο Ντιέγκο Κόστα θα πρέπει να προφυλαχτεί, αφού δεν θα αντέξει τέτοιο πρόγραμμα μέχρι το τέλος.
Ομως “είναι πολλά τα λεφτά” όπως και οι δύο ακριβοπληρωμένοι τεχνικοί καλά γνωρίζουν. Το ποδόσφαιρο δείχνει να έχει γίνει θύμα της ίδιας της επιτυχίας του, δημιουργώντας μια όλο και πιο μεγάλη φούσκα. Οι “εμπορικές ομάδες” περιοδεύουν όταν βρουν χρόνο στην Ασία, στην Αυστραλία και στη Βόρειο Αμερική για να αλώσουν “παρθένες ποδοσφαιρικά αγορές” και οι εκεί διψασμένοι για “καλή μπάλα” πελάτες εξαγριώνονται, όταν βλέπουν ότι πλήρωσαν 100, 200 ή 300 δολάρια για να δουν τα “δεύτερα” ή τα “τρίτα” της ομάδας. Δείγμα κι αυτό του ότι η φούσκα μπορεί να φτάνει σιγά σιγά στα όρια της. Οπως και το γεγονός ότι πολλοί φίλαθλοι στην Αγγλία είναι αποκλεισμένοι από τα γήπεδα, όταν σε περιόδους κρίσης ένα εισιτήριο κοστίζει από 50 έως και 80 λίρες. Το ποδόσφαιρο ως διασκέδαση των ευκατάστατων;
Στο παραδοσιακό σύνθημα “πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά” έχει προστεθεί πλέον και το “πιο συχνά, πιο ακριβά”. Τέτοιες εξω-ευρωπαϊκές περιοδείες στερούν άλλωστε και το επιχείρημα των ομάδων, ότι νοιάζονται για την υγεία και τις αντοχές των ποδοσφαιριστών τους και δίνουν ένα πρόσθετο όπλο στις εθνικές ομοσπονδίες, που ζητούν όλο και περισσότερες ελεύθερες ημερομηνίες. Αλλωστε για χώρες, που δεν έχουν “ακριβά” πρωταθλήματα αλλά αρκετούς “λεγεωνάριους” αυτή είναι μια καλή ευκαιρία για πρόσθετα έσοδα, ειδικά τώρα με την τάση για κεντρική διαχείριση και “πιο δίκαιη μοιρασιά” των τηλεοπτικών δικαιωμάτων ακόμα και των προκριματικών αγώνων των μεγάλων διοργανώσεων.
Τι λένε οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές; Οι περισσότεροι δε μιλάνε γνωρίζοντας ποιό είναι το τίμημα για το διπλό ρόλο του “επιχειρηματία” που μαζεύει λεφτά από τους συλλόγους και παράλληλα του “λαϊκού ήρωα” που ανεβάζει τη δημοτικότητά του αλλά και το κασέ του χάρις στην Εθνική ομάδα. Το σίγουρο είναι ότι ολοένα και περισσότεροι αποφασίζουν να απαλλαγούν από την διπλή πίεση σε όλο και μικρότερες ηλικίες αποχωρώντας από τις εθνικές ομάδες. Εντυπωσιακό είναι επίσης να συνειδητοποιεί κανείς, διαβάζοντας βιβλία όπως το “I am the secret footballer”, που έγινε μπεστ-σέλλερ στην Αγγλία, ότι μπορεί να υπάρχουν εκατομμυριούχοι αστέρες, που πάσχουν από κατάθλιψη και παίρνουν ψυχοφάρμακα. Το βιβλίο αυτό που αξίζει να διαβάσει κανείς τελειώνει με τη φράση του ανώνυμου ακόμα συγγραφέα του: “Αγαπώ αυτό το παιχνίδι, αλλά κάποια στιγμή θέλω πίσω τη ζωή μου”.