Ποιοι κέρδισαν τον εμφύλιο;
Γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης
Σαν σήμερα, στις 29 Αυγούστου του 1949, τελείωσε η μάχη του Γράμμου.Μαζί της ο Εμφύλιος Πόλεμος.
Η επιχείρηση «Πυρσός», μια κόλαση πυρός, που είχε ξεκινήσει στις αρχές Αυγούστου του 1949 από το Βίτσι και εξελίχθηκε σε τρεις φάσεις, ολοκληρώθηκε με την κατάληψη όλων των θέσεων του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» από τον «Εθνικό Στρατό». Οι τσακισμένες δυνάμεις του «Δημοκρατικού Στρατού» εγκατέλειψαν την Ελλάδα, πέρασαν στην Αλβανία, απ'όπου οι μαχητές του έμελλε να διεκπεραιωθούν σε αρκετές χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, να φτάσουν μέχρι την Τασκένδη –στα βάθη της Κεντρικής Ασίας- και να ζήσουν μια ιδιότυπη εξορία, η οποία διήρκεσε έως τα τέλη της δεκαετίας του '70.
Εξηνταπέντε χρόνια αργότερα, ο Εμφύλιος Πόλεμος θα έπρεπε να έχει περάσει στη σφαίρα της Ιστορίας. Να απασχολεί τους ειδικούς μελετητές και να διδάσκεται στα σχολεία με έναν αποστασιοποιημένο τρόπο. Όπως συμβαίνει εν πολλοίς με τον άλλον ελληνικό διχασμό του ελληνικού 20ου αιώνα ανάμεσα στους Βενιζελικούς και στους Βασιλόφρονες.
Έτσι είχαμε ελπίσει πως θα συνέβαινε όταν, στα 80ς, Αριστερά και Δεξιά όμνυαν στην Εθνική Συμφιλίωση. Όταν ο Μάρκος Βαφειάδης, πρωθυπουργός και αρχιστράτηγος της «Ελεύθερης Ελλάδας», αγκαλιαζόταν με τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο. Όταν ο Μιλτιάδης Έβερτ ως δήμαρχος Αθηναίων έστηνε το άγαλμα της Εθνικής Συμφιλίωσης στην Πλατεία Κλαυθμώνος (υπάρχει εκεί ακόμα, ελάχιστοι διαβάτες όμως του ρίχνουν δεύτερη ματιά). Όταν, το 1989, η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-Συνασπισμού καθιέρωνε επίσημα τον όρο «Εμφύλιος», απορρίπτοντας οριστικά τις ανατριχιαστικές διατυπώσεις «Συμμοριτοπόλεμος», «Εαμοβούλγαροι», «Κονσερβοκουτάδες» κι από την άλλη, «Αμερικανόδουλοι» και «Μοναρχοφασίστες».
Άρκεσε ωστόσο η χρεοκοπία του κράτους το 2010 και η είσοδος μας στην εποχή των μνημονίων για να αποδειχθεί πως το εμφύλιο πνεύμα απλώς λαγοκοιμόταν στην ελληνική κοινωνία. Οι πιο έξαλλοι κι ανιστόρητοι Συριζαίοι άρχισαν να δίνουν «ραντεβού στα γουναράδικα» ενώ οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής ανέστησαν τις γιορτές του μίσους στον Μελιγαλά και αλλού. Έμοιαζε σαν τα δύο κρίσιμα διακυβεύματα, που διέλυσαν σχεδόν την Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940, να διατηρούσαν ατόφια την επικαιρότητά τους. Να μην είχαν οριστικά απαντηθεί ποτέ.
Ποια στάθηκαν τα κρίσιμα αυτά διακυβεύματα;
Πρώτον, το κοινωνικό καθεστώς που θα επικρατεί στη χώρα.
Δεύτερον –και αλληλένδετο με το πρώτο- η σχέση της μικρής έτσι κι αλλιώς, από πλευράς έκτασης και πληθυσμού, Ελλάδας με τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Το δεύτερο διακύβευμα μάς τίθεται εδώ και κάμποσους αιώνες. Αφότου ξεκίνησε ο επιθανάτιος ρόγχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και οι άνθρωποί της χωρίστηκαν σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς». Με τους μεν να φρονούν πως πρέπει υπερβαίνοντας το θρησκευτικό σχίσμα να καταστούμε αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης. Με τους δε να διαρρηγνύουν τα ιμάτια φωνάζοντας «κάλλιο σαρίκι τούρκικο παρά τιάρα παπική!». (Ο τελευταίος και μαρτυρικότερος Αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, υπήρξε αταλάντευτα ενωτικός, γεγονός που αποσιωπάται βεβαίως από τους σημερινούς «ελληνόψυχους»...)
Κατά την Τουρκοκρατία, όταν πάμπολλοι Έλληνες προσέβλεπαν στο ότι «θα κατεβεί ο Μόσκοβας να φέρει το σεφέρι», θα έρθει δηλαδή το ξανθό, ομόδοξο γένος των Ρώσσων και θα μας απελευθερώσει. Από την έναρξη της επανάστασης του 1821 και από την ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους. Τα τρία πρώτα πολιτικά κόμματα που λειτούργησαν στη χώρα μας ονομάζονταν απροκάλυπτα «αγγλικό», «γαλλικό» και «ρώσικο».
Κατά τον πρώτο διχασμό του 20ου αιώνα, οι Βενιζελικοί υποστήριζαν και υποστηρίζονταν από τους Αγγλογάλλους ενώ οι Βασιλόφρονες από τους Γερμανούς.
Ο δεύτερος διχασμός αντανακλούσε φυσικά τον διεθνή συσχετισμό που προέκυψε μετά τη συντριβή του Άξονα. Οι «Εθνικές Δυνάμεις» όμνυαν στους «μεγάλους μας δυτικούς συμμάχους» ενώ οι Εαμογενείς ανέμεναν στη διακριτική έστω στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, που θα έφερνε στην Ελλάδα την πολυπόθητη «Λαοκρατία». Για πρώτη φορά δηλαδή ο διχασμός είχε αποκτήσει τόσο ξεκάθαρο ιδεολογικό περιεχόμενο. Προφανώς, όσοι στρατεύθηκαν με την Αριστερά κατά την δεκαετία του 1940 δεν είχαν εντρυφήσει στον μαρξισμό-λενινισμό. Ούτε όσοι πολέμησαν εναντίον της ήταν συνειδητοποιήμενοι οπαδοί της αστικής δημοκρατίας και της ελεύθερης αγοράς.
Κατά την τελευταία ιδίως και τραγικότερη φάση του Εμφυλίου, ο «Δημοκρατικός Στρατός» απαρτιζόταν από ολοένα και νεαρότερους αγρότες –γυναίκες και άντρες- αρκετοί εκ των οποίων ήταν και σλαβόφωνοι. Και ο «Εθνικός Στρατός» πύκνωνε τις γραμμές του καλώντας στα όπλα κληρωτούς από την ύπαιθρο κι από τις πόλεις, οι οποίοι ήξεραν πως αν αρνούνταν να πολεμήσουν για το Έθνος και για τον Βασιλιά, θα κηρύσσονταν λιποτάκτες και θα τουφεκίζονταν.
Διέθεταν ωστόσο αμφότερες οι παρατάξεις ισχυρά ερείσματα, πιότερο ηθικά παρά καθαρά πολιτικά: Η Αριστερά έβλεπε τους Χίτες και τους Ταγμασφαλίτες –εκείνους που είχαν ένοπλα υπηρετήσει επί Κατοχής τις κυβερνήσεις των δοσιλόγων και είχαν ορκιστεί πίστη στον Αδόλφο Χίτλερ- να εξιλεώνονται φορώντας τις αγγλικής ραφής στολές με το στέμμα. Να παριστάνουν τους πατριώτες. Η Δεξιά και το αντικομμουνιστικό Κέντρο επιβεβαίωναν την εκτίμησή τους ότι στρατηγικό στόχο του ΚΚΕ, από την εποχή του παλλαϊκού ΕΑΜ, δεν αποτελούσε παρά η βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Η πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της Μόσχας και η ρητή απώλεια κρίσιμου μέρους της εθνικής κυριαρχίας. (Η προπολεμική θέση του ΚΚΕ για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» έμοιαζε -με τις αγαστές σχέσεις του «Δημοκρατικού Στρατού» με το σλαβομακεδονικό ΣΝΟΦ- να επιβεβαιώνεται.)
Η κατάληξη του Εμφύλιου Πολέμου ήταν ουσιαστικά προδιαγεγραμμένη από τις αρχές του 1945. Όταν στη Διάσκεψη της Γιάλτας, οι νικητές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν μοιράσει την Ευρώπη σε ζώνες επιρροής και ο Στάλιν είχε παραχωρήσει την Ελλάδα στους Βρεττανούς, που την έκαναν λίγο αργότερα πάσα στους Αμερικάνους. Ή και ακόμα νωρίτερα. Είναι χαρακτηριστικότατο πως κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών του 1944, η «Πράβντα» -η μεγαλύτερη σοβιετική εφημερίδα- δεν έγραψε ούτε μια λέξη για την Μάχη της Αθήνας.
Αλλά και η μετεμφυλιακή Ιστορία ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη. Η Δεξιά κυβέρνησε με ελάχιστα διαλείμματα επί τριάντα σχεδόν χρόνια. Η Αριστερά –υφιστάμενη φοβερές διώξεις, εισπράττοντας μιαν ασύμμετρη εκδικητικότητα- απέκτησε το φωτοστέφανο του μάρτυρα. Τα παιδιά και τα εγγόνια –και τα δισέγγονα όπως αποδεικνύεται- εκατέρωθεν μεγάλωσαν με ηρωικές και πένθιμες διηγήσεις, που δεν λένε ακόμα να ξεθωριάσουν. Εκείνο ωστόσο το οποίο δεν έγινε ποτέ ευρέως αντιληπτό είναι πως οι αληθινά κερδισμένοι από τον Εμφύλιο δεν πολέμησαν οι ίδιοι ούτε στις τάξεις του «Εθνικού» ούτε του «Δημοκρατικού Στρατού».
Αληθινά κερδισμένοι στάθηκαν όσοι ξεκοκκάλισαν τους πακτωλούς χρημάτων του Σχεδίου Μάρσαλ –και της αμερικάνικης βοήθειας γενικά- όχι για να συντρίψουν τον κομμουνισμό αλλά για να στήσουν δικές τους μπίζνες με το άλλοθι της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. «Εθνικόφρονες» εργολάβοι σε στημένους διαγωνισμούς του Δημοσίου. Επιχειρηματίες που το μόνο τους επιχειρηματικό προσόν ήταν η πίστη τους στο ιδανικό «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Ή ακόμα κυνικότερα, όσοι πήραν θαλασσοδάνεια και απλώς φούσκωσαν τους λογαριασμούς τους στην Ελβετία.
Αληθινά κερδισμένοι από τον Εμφύλιο υπήρξαν όσοι πάνω στο αίμα των απλών αγωνιστών, έχτισαν καριέρες μεγαλοστελεχών της Αριστεράς. Τα –κατά Στρατή Τσίρκα- «ανθρωπάκια», για τα οποία η ήττα στον Εμφύλιο δεν σήμαινε παρά μετοίκηση από τα βουνά της Ελλάδας στις πόλεις του Ανατολικού Μπλοκ. Εκεί όπου ως εξόριστη νομενκλατούρα, απολαμβάνοντας τα περισσότερα απ'τα προνόμια κάθε νομενκλατούρας, συνέχισαν να βυσσοδομούν εναντίον εαυτών και αλλήλων.
Από την άποψη των αληθινών κερδισμένων του, ο Εμφύλιος διαθέτει ανατριχιαστικές ομοιότητες με το σήμερα. Για αυτό ίσως, κατά βάθος, δικαίως παραμένει στην επικαιρότητα.
Πηγή: lifo