Μια φορά στα 167 χρόνια γεννιέται Αρθούρος Ρεμπώ
Σαν σήμερα το 1854 πεθαίνει ο κακοτράχαλος, χαρισματικός διερμηνέας του ουρανού και της κόλασης
Σε ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
Μ' αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι άνθρωποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
Στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι...
Από το Μεθυσμένο Καράβι
Πειθαρχία στο παραλήρημα, μεγαλείο στην παρακμή, διαύγεια στην παραίσθηση, τρυφερότητα στην κτηνωδία: μια φορά στα 160 χρόνια γεννιέται τέτοιος κακοτράχαλος, προνομιακός συνομιλητής του Ύψους και της Κόλασης, ταυτοχρόνως.
Αρθούρος Ρεμπώ, γιος μιας ψυχρής και ακούρνιαχτης χωρικής και ενός στρατιωτικού, γέννημα της Σαρλβίλ, παιδί – θαύμα τότε και τώρα · δεν ήταν το αγοράκι με το νόστιμο κούρεμα και το φλοτάν μαντήλι που έχουμε συνηθίσει στην πολυχρησιμοποιημένη φρόνιμη φωτογραφία του.
Δεν ήταν παιδί για συζήτηση και παιχνίδια. Ο φόβος και ο τρόμος των δασκάλων του, μια μεγαλοφυής αλαφροϊσκιωτη μηχανή που σαρώνει μαθητικά βραβεία και αλαφιάζει το διδακτικό προσωπικό με τα ακατανόητα που ρωτάει και σκαλίζει. Και με το συνήθειο να το σκάει από το σπίτι. Μία, δυο, τρεις.
Την τρίτη φορά, τα πράγματα είναι σκληρά. Στιχοπλόκος, ετών 16, εξαφανίζεται λίγο μετά την κήρυξη του Γαλλοπρωσικού πολέμου και της εισβολής των Γερμανών στο χωριό του. Από κοντά και η εξέγερση της Κομμούνας.
Τα γράμματα του χρωστάνε την εικονοποιία και τον όρο συναισθησία, το φαινόμενο μίξης των αισθήσεων για την περιγραφή γεγονότων, να μπορείς να ακούς τη γεύση, να μυρίζεις το χρώμα, να χαϊδεύεις την ιδέα, του χρωστάνε τον ελευθερωμένο στίχο μακριά από τα κανονιστικά δεσμά της ομοιοκαταληξίας.
Βράδια στο Παρίσι του Φεβρουαρίου του 1871, ένας όμορφος ξανθός νεαρός με διαπεραστικό βλέμμα τριγυρίζει μόνος, τρώει απ' τα σκουπίδια, κοιμάται στον δρόμο, βιάζεται από τους στρατιώτες ενός τάγματος και επιστρέφει στη Σαρλβίλ γονατισμένος, ημιθανής και «άλλος».
Ο «άλλος» μιλάει μόνος, αφηγείται ανατριχιαστικές ιστορίες σε περαστικούς, δεν πλένεται, δεν τρώει, ουρλιάζει βρίζοντας τον Θεό, πιστεύει ότι η θέωση κρύβεται στο σημείο που γεφυρώνει το καλό και το κακό, αλλά εξακολουθεί να γράφει.
Και ξέρει ότι πρέπει να απευθυνθεί στον –μέτριο- απ' ό,τι αποδείχθηκε ποιητή, πλην διακεκριμένο της εποχής του, Πολ Βερλέν. Και του στέλνει την τελειότητα σ' ένα γράμμα που μέσα του κλείνει ένα Μεθυσμένο Καράβι. Τον θαύμαζε, λένε, αλλά η ιστορία έχει να πει τα δικά της.
Η μηχανή που φτύνει βαριά ποίηση από τη Σαρλβίλ γύρευε μια χαραμάδα για να μπει στα παρισινά σαλόνια και να σπείρει με άνεση το χάος, να απορρυθμίσει όλες τις αισθήσεις, να ουρλιάζει «σκατά!»στις φιλολογικές συγκεντρώσεις, τρομοκρατώντας τα αξιοσέβαστα διακεκριμένα «τίποτα» του καιρού του, όπως ο Ατάλ και ο Μερά.
Βρώμικος, κουρελής, μεγαλοφυές φρικιό με κορδόνι στον λαιμό αντί γραβάτας, 17 χρονών ερωτευμένος (;) με τον Βερλέν, να κυλιέται γυμνός σε παράκρουση στους βάλτους και τα σκοτεινά στενά, μαχαιροβγάλτης, αλαφροΐσκιωτος, ψειριάρης, βρωμερός ταραχοποιός, προφήτης, άξιος υπόκλισης από τουλάχιστον 3 επιστήμες.
Τα γράμματα του χρωστάνε την εικονοποιία και τον όρο συναισθησία, το φαινόμενο μίξης των αισθήσεων για την περιγραφή γεγονότων, να μπορείς να ακούς τη γεύση, να μυρίζεις το χρώμα, να χαϊδεύεις την ιδέα, του χρωστάνε τον ελευθερωμένο στίχο μακριά από τα κανονιστικά δεσμά της ομοιοκαταληξίας.
Για τον καιρό που πίστεψε ότι ήταν προφήτης, προφήτεψε σωστά και ανάγκασε τη λογοτεχνία να βρει νέους όρους για να τον ακολουθήσει και την ψυχανάλυση να ψαχτεί για να τον καταλάβει.
Μόνο που δεν ήθελε να είναι αυτός που ήταν και πέρασε όχι μία, αλλά πολλές εποχές στην κόλαση, νεκροτομώντας την εποχή και τον άνθρωπο – ως ιδέα και υλική κατασκευή – και ανακαλύπτοντας μαστουρωμένος ακριβέστατα εργαλεία μετάφρασης των εποχών που έρχονταν.
Απορρυθμισμένος, διφυής, ικανός για το θαύμα και την τραγωδία, μια συναισθηματική εγκυκλοπαίδεια σε μορφή νάρκης, να περιφέρεται στα χαμαιτυπεία της εποχής μαχαιρώνοντας τα δάχτυλα του κακόμοιρου εραστή του – «άπλωσε λίγο τα χέρια σου πάνω στο τραπέζι. Θέλω να κάνω ένα πείραμα»- τα έγραψε όλα, όσα πέρασαν, όσα έμειναν κι όσα ήρθαν, από τα 15 έως τα 18 του. Και μετά έγινε αυτό που σιχαινόταν: χειρώνακτας.
«Αν συνέχιζα με την ποίηση, θα τρελαινόμουν», θα γράψει χρόνια μετά στην αδελφή του, Ιζαμπέλ, αναζητώντας την τύχη του από το Λονδίνο και τις Βρυξέλλες, μέχρι τα λατομεία της Κύπρου και την Αβησσυνία.
Ο άγριος εξευτελιστικός έρωτας με τον Βερλέν, οι πυροβολισμοί, το κυνηγητό, οι φυλακές, οι ατιμώσεις, η κοινωνική κατακραυγή, ωσάν να μην υπήρξαν.
«Τι σημασία έχουν όλα αυτά τώρα; Χέσε την ποίηση!», θα απαντήσει με προκλητική ενάργεια σε κάποιον που του εξέφρασε παράπονο και απορία για το ότι εγκατέλειψε το ποιητικό του έργο.