Ρεξ Ριντ - Ο τελευταίος μιας γενιάς βιτριολικών σινεκριτικών
- Κατηγορία ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
- 0 σχόλια
Έγινε πασίγνωστος από τα κουτσομπολιά που ξεφούρνιζε και τις κακίες που έγραφε για τα μεγαλύτερα ονόματα του Χόλιγουντ του ’60 και του ’70. Δεν έχει και την καλύτερη γνώμη για τους νέους συναδέλφους του, του καταλογίζουν ότι δεν βλέπει καν τις ταινίες που θάβει κι ότι γράφει απίστευτες ανακρίβειες - στο «Poor things» του Γιώργου Λάνθιμου έδωσε μόλις ένα αστεράκι. Υπάρχει όμως και ένα κοινό που ακόμα τον εμπιστεύεται.
Αποτελεί τον τελευταίο μιας γενιάς δημοσιογράφων και κριτικών κινηματογράφου που εκσφενδόνιζαν στα ουράνια ή καταπόντιζαν ηθοποιούς, σκηνοθέτες, παραγωγούς. Για την τελευταία απονομή βραβείων Όσκαρ δεν είχε να πει ούτε μία καλή κουβέντα.
Έχει υπάρξει κριτικός κινηματογράφου για τους «New York Times», για τη «New York Daily News», το «GQ», τη «Vogue», κι από το 1987 για τον «New York Observer». Αποτελεί τον τελευταίο μιας γενιάς που ένα της αιχμηρό σχόλιο μπορούσε να καταβαραθρώσει καριέρες, και μια καλοσυνάτη κριτική να οδηγήσει μια ταινία ή μια ερμηνεία στα Όσκαρ. Ήταν τέτοια η δύναμή τους που τα αποφθέγματά τους εμφανίζονταν σε αφίσες ταινιών και στις διαφημίσεις τους επάνω στα λεωφορεία. Συχνά προσκεκλημένοι στα πιο δημοφιλή talk show της αμερικανικής τηλεόρασης, οι μεταξύ τους διαφωνίες και ενίοτε οι ομηρικοί τους καυγάδες γίνονταν κυρίως θέμα στις στήλες των διάσημων columnist. Το γράψιμό τους ήταν στυλάτο, στοχαστικό, ευφυές και βιτριολικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν ο Ριντ έγραψε σχετικά με την κόρη του Σινάτρα, Νάνσι: «Όσα λεφτά και αν ξοδέψει ο μπαμπάς της, δεν θα πάψει να θυμίζει σερβιτόρα πιτσαρίας». Σήμερα όλα αυτά αποτελούν ιστορία. Ούτε καν, είναι όλα ενταφιασμένα στις βιβλιοθήκες και τα κιτρινισμένα αρχεία, τα νεκροτομεία του καθημερινού και περιοδικού Τύπου.
Είναι προφανές ότι ανήκει σε μια μακρινή εποχή και αδυνατεί να συγχρονιστεί με τον κινηματογράφο του σήμερα. Λόγου χάρη, το «Poor things» του Γιώργου Λάνθιμου το χαρακτήρισε μία από τις χειρότερες ταινίες της χρονιάς.
Ο Ρεξ Ριντ ξεκίνησε την καριέρα του ως ένας υπερφιλόδοξος νεαρός wannabe ηθοποιός και δημοσιογράφος στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Είχε αποκτήσει τη φήμη του ωραίου με τα καστανά μάτια που γράφει ατρόμητες κριτικές. Σήμερα εξακολουθεί να κατακεραυνώνει τους πάντες. Δηλώνει έξαλλος με το φετινό αφιέρωμα των Όσκαρ στους αποθανόντες του 2023, λέγοντας: «Γύρω από τις μικροσκοπικές φωτογραφίες των ανθρώπων που πέθαναν χόρευαν κάτι ηλίθιοι χορευτές και δεν μπορούσες να διακρίνεις κανέναν. Η απόλυτη χρυσή μετριότητα. Μια αδιανόητα βαρετή τελετή. Γιατί συνεχίζουν με αυτήν την ιστορία; Τι θέλουν και ψάχνουν να βρουν πώς να τη βελτιώσουν; Δείξτε τα και τελειώνετε».


Στα 85 του δεν έχει και την καλύτερη γνώμη για τους νέους συναδέλφους του. Έχοντας κλείσει 45 χρόνια στην κριτική κινηματογράφου, εξακολουθεί να δίνει το «παρών» στις συνεδριάσεις της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης (New York Film Critics Circle), αντιμετωπίζοντας τους γύρω του σαν κάποιους που παρεισέφρησαν σε μια λέσχη στην οποία δεν έχουν καμία δουλειά να ανήκουν. Όπως λέει και ο ίδιος: «Τους παρατηρώ γύρω από το στρογγυλό τραπέζι και αναρωτιέμαι "Ποιοι είναι όλοι αυτοί;". Μαζεύονται μαζί σε μικρές παρέες, χασκογελούν καθ' όλη τη διάρκεια των συνεδριάσεων με τα προσωπικά τους αστεία, και ψηφίζουν τον Adam Sandler και κάτι άλλους απίθανους τύπους. Όποτε αναφέρομαι σε κάποιες ταινίες, δεν έχουν ιδέα για τι μιλάω. Δεν το καταλαβαίνω. Πάντα πίστευα ότι οι κριτικοί ήταν σημαντικοί. Δεν το πιστεύω πια».
Πώς να έχει διαφορετική άποψη, αφού συνυπήρξε με ονόματα όπως η Judith Crist, που οι στήλες της διαβάζονταν από εκατομμύρια αναγνώστες, ο Vincet Candy –που εκτόξευσε την καριέρα σκηνοθετών όπως ο Γούντι Άλεν, ο Τζέιμς Άιβορι και ο Σπάικ Λι–, η εκκεντρική Pauline Kael, απόλυτο must-read των «New York Times» (είχε γράψει για τον Κέβιν Κόστνερ, όταν έπαιξε στο «Χορεύοντας με τους λύκους», ότι έχει φτερά στα μαλλιά του και φτερά στα μυαλά του), ο John Simon που έγραφε τα πιο δηλητηριώδη σχόλια για τις γυναίκες σταρ (η Καθλίν Τέρνερ είναι σαν μαύρη χήρα, η Νταϊάνα Ριγκ γυμνή θυμίζει βασιλική με απροσδιόριστα αιωρούμενες υποστυλώσεις και η Λίζα Μινέλι θυμίζει μπιγκλ).
Αυτοί ήταν σπουδαίοι, λέει ο Ριντ, οι σημερινοί είναι κάτι freelancers που γράφουν σε online έντυπα των οποίων την ύπαρξη αγνοεί παντελώς. Δεν διαθέτουν ανάστημα και κανένα αντίκτυπο. Αλλά το χειρότερο για εκείνον είναι ότι δεν είναι διασκεδαστικοί. Δεν δημιουργούν έριδες, δεν κεντρίζουν κανέναν και κανείς δεν τους καλεί στην τηλεόραση. Σε κάτι πόντκαστ που συμμετέχουν, τους ακούν δυο τρεις ακροατές, κατά τον ίδιο.


Ο Ριντ, γιος επόπτη γεωτρήσεων πετρελαίου, έφτασε στη Νέα Υόρκη το 1960 από τη Λουιζιάνα, αφού είχε αλλάξει 13 πόλεις και σχολεία μέχρι να ενηλικιωθεί. Παρόλο που είχε πτυχίο δημοσιογραφίας, έλπιζε να γίνει ηθοποιός. Έγινε πασίγνωστος χάρη στις εκπομπές των θρυλικών τηλεοπτικών σόουμαν Dick Cavett και Johnny Carson, όπου συμμετείχε σχολιάζοντας, από τηλεπαιχνίδια και φυσικά από τα κουτσομπολιά που ξεφούρνιζε και τις κακίες που έγραφε για τα μεγαλύτερα ονόματα του Χόλιγουντ του ’60 και του ’70. Τι κι αν ξεκίνησε με ανταποκρίσεις από το Φεστιβάλ Βενετίας του 1965, με συνεντεύξεις του Μπελμοντό και του Μπάστερ Κίτον που πρωταγωνιστούσε στο «Film» σε σενάριο του Μπέκετ; Έκανε επίσης σειρά εμφανίσεων σε ταινίες που και ο ίδιος χαίρεται που έχουν παντελώς ξεχαστεί. Ανάμεσά τους και η «Δοκιμή» («The rehearsal») του Ζιλ Ντασέν, η ταινία που γύρισε το 1974 για το Πολυτεχνείο με παραγωγό τη Μελίνα Μερκούρη, καθώς διατηρούσε θερμή φιλία με την τελευταία, και το «Σούπερμαν» του 1978 με τον Κρίστοφερ Ριβ.

Ανοιχτά γκέι, στις δόξες του δεν προλάβαινε να γράφει τη μία κριτική μετά την άλλη για κινηματογράφο, θέατρο, εκθέσεις, να παίρνει συνεντεύξεις, να εμφανίζεται σε εκπομπές, να μιλάει στο ραδιόφωνο. Πετούσε σε σταθερή βάση μεταξύ Νέας Υόρκης και Λος Άντζελες και βομβαρδιζόταν με προσκλήσεις για πάρτι διασημοτήτων, καθώς ήταν και ο ίδιος ένας από αυτούς. Συγγραφέας οκτώ βιβλίων, μεταξύ των οποίων και του μπεστ σέλερ «Κοιμάστε γυμνοί;» (μια σειρά προφίλ σούπερ σταρ των ‘60s). Ισχυρίζεται ότι ήταν καλεσμένος στο σπίτι της Σάρον Τέιτ τη βραδιά της σφαγής από τον Μάνσον και από τύχη δεν ήταν εκεί. Τα πράγματα έχουν καταλαγιάσει τα τελευταία χρόνια, ενώ του καταλογίζουν ότι δεν βλέπει καν τις ταινίες που θάβει κι ότι γράφει απίστευτες ανακρίβειες. Είναι προφανές ότι ανήκει σε μια μακρινή εποχή και αδυνατεί να συγχρονιστεί με τον κινηματογράφο του σήμερα. Λόγου χάρη, το «Poor things» του Γιώργου Λάνθιμου το χαρακτήρισε μία από τις χειρότερες ταινίες της χρονιάς και του έδωσε μόλις ένα αστεράκι. Πάντως, εκεί που ετοιμαζόταν να παραιτηθεί από τον «Observer», καθώς το περιοδικό έπαψε να εκδίδεται και έγινε αποκλειστικά διαδικτυακό, ο εκδότης διπλασίασε την αμοιβή του. Το κοινό του ακόμα τον εμπιστεύεται.
Πηγή: Air Mail, The New York Times, Observer.com