Τα κεράσματα του Τάσου Μελίτη.
Ο λογοτεχνικός χρόνος προχωρά αργά, πολύ αργά. Σε αντίθεση με τον ταχύτατο πολιτικό και κοινωνικό χρόνο, στη λογοτεχνική παραγωγή και τη θεματολογία είναι αργός. Αν και η κρίση βρίσκεται ήδη στον τέταρτο χρόνο της, ο χρόνος που απαιτείται για να αφομοιωθεί και να προσαρμοστεί τούτη στη σύγχρονη λογοτεχνία είναι πολύ μεγαλύτερος. Δεν ευθύνεται μόνο η χαλαρή αντίληψη πολλών πεζογράφων ότι δεν πρέπει να γράφουν για πολιτικά ζητήματα (σα να πρόκειται για κάποιο τείχος που υ ψώνεται), αλλά ο χρόνος που απαιτείται από τις κοινωνικές δονήσεις μέχρι να ενσωματωθούν σε ένα έργο.
Ο Τάσος Μελίτης εμφανίστηκε στην ελληνική πεζογραφία το 2009 στα 48 του χρόνια με τη συλλογή διηγημάτων “Παπαλάμπραινα by Gibson”, όπου με ρεαλισμό παρατηρεί την ελληνική κοινωνία λίγο πριν το μεγάλο τσουνάμι. Η νέα του συλλογή, “Το κέρασμα που άργησε” (εκδ. Παρουσία, 2012), μοιάζει ως συνέχεια της προηγούμενης μέσα στο χρονικό πλαίσιο των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων.
Με αφήγηση χαμηλών τόνων, χωρίς να πολιτικολογεί, χωρίς να προπαγανδίζει μέσα από απλές καθημερινές καταστάσεις καταγράφει τις πρώτες συνέπειες της σκληρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η πολιτική ρητορεία είναι παντελώς απούσα. Στόχος του συγγραφέα, δεν είναι να στοχαστεί ή να μιλήσει πολιτικά, αλλά να καταδείξει τις αγωνίες και τα προβλήματα των ανθρώπων. Οι ήρωές του δεν είναι πολίτες που αναζητούν πολιτικές λύσεις, δεν πολεμούν, δεν απεργούν. Είναι ο μέσος Έλληνας, ο άνθρωπος που παγωμένος έβλεπε -ως το 2011- την απαρχή της εκθεμελίωσης όσων έχτισε στη ζωή του και των δικαιωμάτων του.
Αποφεύγει τον καταγγελτικό τόνο μέσα από την τεχνητά αθώα και απολίτικη προσέγγισή του, απορρίπτει τη συνθηματολογία. Σε μια κοινωνία που σύντομα οδηγήθηκε σε πολιτική -κι οικονομική- πόλωση, ο Τάσος Μελίτης στέκεται ψύχραιμος κινηματογραφώντας με τα σύντομα διηγήματά του θραύσματα του κοινωνικού βίου. Στην ουσία το "κέρασμα που άργησε να έρθει» είναι ένα μεγάλο ψηφιδωτό τέτοιων ανθρώπινων ιστοριών που αποτυπώνουν τις φοβίες, τις σκέψεις τους, κομμάτια της ζωής τους ή τη ζωή τους σε κομμάτια.
Η γλώσσα του απλή, καθημερινή, στρωτή, επιτρέπει την ανάγνωση χωρίς να κουράζει, αγγίζει με τρυφερότητα τους ήρωές του. Ο λόγος του χωρίς να είναι μικροπερίοδος, είναι σύντομος και συχνά κοφτός προσδίδοντας έτσι ένταση στα συναισθήματα του αναγνώστη. Άλλωστε στόχος του δεν είναι τόσο η ανάπτυξη μιας πλοκής όσο -σαν μικρά κεφάλαια μιας νουβέλας- να ακουμπήσει τις ενδόμυχες σκέψεις και αγωνίες των πρωταγωνιστών.
Αφηγηματικά υιοθετεί όλες τις φόρμες και τις τεχνοτροπίες. Και αυτό αποτελεί έναν ενδιαφέροντα πειρασμό για τον αναγνώστη μα και πειραματισμό για το διηγηματογράφο. Σε άλλα διηγήματα υιοθετείται η τριτοπρόσωπη αφήγηση με μηδενική εστίαση, όπου ο αφηγητής ξέρει περισσότερα από ό,τι τα πρόσωπα και μένει εκτός δράσης, άλλοτε επιλέγει εσωτερική εστίαση κατά την οποία ο αφηγητής ξέρει όσα και τα πρόσωπα. Σε ορισμένα διηγήματα επιλέγεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με εσωτερική ή εξωτερική εστίαση όπου ο ήρωας παρουσιάζει σε πρώτο χρόνο τις σκέψεις και τις φοβίες του, τη ζωή του την ίδια ως ομοδιηγηματικός αφηγητής συμμετέχοντας ως πρωταγωνιστής ή αφηγείται γεγονότα που ανήκουν στην κύρια αφήγηση (ενδοδιηγηματικός).
Τεχνικά χρησιμοποιεί όλους σχεδόν τους αφηγηματικούς τρόπους. Οι σύντομες αναδρομικές παρεκβάσεις μετατοπίζουν την κύρια αφήγηση από το αφηγηματικό τώρα στο παρελθόν και ανάγεται σε γεγονότα προγενέστερα και παλιότερα δίνοντας έτσι την ευκαιρία στο συγγραφέα πάνω στο κεντρικό θέμα να αναπτύξει γρήγορα άλλες εικόνες. Στην ουσία όλα τα διηγήματα έχουν μικρές εγκιβωτισμένες ιστορίες που με το χαλαρό τους ύφος και τη συνειρμική γραφή μεταπηδούν ανεμπόδιστα από και προς την κύρια αφήγηση.
Εξάλλου, σχεδόν σε κανένα διήγημα δεν ακολουθείται ευθύγραμμη χρονική απόδοση. Ο αφηγηματικός χρόνος είναι κυκλικός ή σπειροειδής. Η απουσία πλοκής και η συνειρμική γραφή επιτρέπουν τη χρονική (αναχρονίες και προλήψεις) και θεματική (εγκιβωτισμοί, παρεκβάσεις) μετατόπιση χωρίς σχεδόν να γίνεται αντιληπτή από τον αναγνώστη.
Οι ιστορίες του ανθρώπινες, μικρές πτυχές αναταράξεων που μόλις ξεκινούν. Τα δράματα και οι κορώνες αποφεύγονται ηθελημένα και δεν προσφεύγει στην εύκολη λύση ενός "αντι-μνημονιακού σοσιαλιστικού ρεαλισμού". Το μνημόνιο, βέβαια, πανταχού παρόν (φροντίζει και ο συγγραφέας να μας το θυμίζει συνεχώς). Οι απολύσεις, ο φόβος της ανεργίας, η οικονομική αδυναμία όπως διαμορφώνονταν έως το 2012 αποτυπώνονται σε κάθε ιστορία. Η μετανάστευση επίσης παρούσα.
Τα πρόσωπα συνεχίζουν ακόμα την προηγούμενη ζωή τους, έστω υπό το καθεστώς του φόβου και σε μικρότερη ένταση. Οι +40 ετών άνδρες κοιτούν όμορφες γκαρσόνες, το καμάκι στο χώρο εργασίας είναι συνεχές με ικανές δόσεις σεξισμού μεσήλικων ανδρών, η κολακεία των προϊσταμένων και το "κάρφωμα" των συναδέλφων στους ανωτέρους τους προκειμένου να ανέλθουν, συνεχώς παρόντα…
Τα αφηγηματικά πρόσωπα προσπαθούν να αντεπεξέλθουν με κάθε τρόπο στις νέες δυσκολίες που εμφανίζονται και να περιορίσουν τις απώλειες. Δεν προχωρούν σε απονενοημένες ενέργειες. Αναζητούν λύσεις στον κοινωνικό περίγυρο, στη μετανάστευση, στις πολιτικές γνωριμίες. Είναι ακόμα η εποχή που οι πολίτες πίστευαν ότι η κρίση θα είναι σύντομη και θα περάσει. Αν και δεν υπάρχει καμία νότα αισιοδοξίας (πλην των ατομικών λύσεων του κάθε ήρωα), μας δίνεται μια καλή υπενθύμιση του πόσο εύκολα κι απλά βλέπαμε προ λίγων ετών την κατάσταση.