Φλαβονόλες: «Απολαυστικοί» σύμμαχοι υγείας

Φίλες της μνήμης
Οι αντιοξειδωτικές ουσίες φλαβονόλες, οι οποίες περιέχονται στο κακάο και στη σοκολάτα, ανέστρεψαν σε υγιείς ανθρώπους την απώλεια της μνήμης που οφείλεται στην προχωρημένη ηλικία, όπως ανακοίνωσαν αμερικανοί επιστήμονες. Είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνεται άμεσα από μια επιστημονική έρευνα ότι αυτή η φυσιολογική μορφή έκπτωσης της μνήμης όχι απλώς μπορεί να «φρεναριστεί» αλλά ακόμη και να βελτιωθεί αισθητά χάρη στη συγκεκριμένη διατροφική παρέμβαση. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Σκοτ Σμολ, καθηγητή Νευρολογίας και διευθυντή του Ινστιτούτου Τάουμπ στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, ζήτησαν από 39 υγιείς εθελοντές ηλικίας 50 έως 69 ετών να ακολουθήσουν επί τρεις μήνες διατροφή είτε πλούσια (900 μιλιγκράμ την ημέρα) είτε φτωχή σε φλαβονόλες (10 μιλιγκράμ την ημέρα). Πριν και μετά τη μελέτη οι εθελοντές υποβλήθηκαν τόσο σε απεικόνιση του εγκεφάλου όσο και σε τεστ μνήμης. Η έρευνα έδειξε ότι όσοι είχαν πάρει πολλές φλαβονόλες στη διάρκεια του τριμήνου εμφάνιζαν τόσο βελτίωση στη λειτουργία του εγκεφάλου τους (ιδίως σε μια περιοχή του ιπποκάμπου, την οδοντωτή έλικα, που σχετίζεται με τη μνήμη) όσο και καλύτερες επιδόσεις στα τεστ μνήμης (κατά περίπου 25% σε σχέση με όσους δεν είχαν λάβει φλαβονόλες).
Μπορεί να μην είναι εξίσου απολαυστικό με το να τρώει κάποιος μια πλάκα σοκολάτας, ωστόσο η λήψη... χαπιών που θα κλείνουν μέσα τους όλα τα καλά της μαύρης σοκολάτας χωρίς τα «κακά» παρελκόμενα (βλέπε ζάχαρη και λιπαρά) ίσως αποδειχθεί σωτήρια ενάντια στα καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια. Υπάρχει μάλιστα σε εξέλιξη μια μελέτη προκειμένου να αποκαλυφθεί αν τα «σοκολατοχαπάκια» μπορούν να προστατεύσουν το καρδιαγγειακό σύστημα.
Το λύσιμο αριθμητικών προβλημάτων γίνεται ευκολότερο όταν κάποιος πίνει μεγάλες ποσότητες ροφήματος σοκολάτας που περιέχει φλαβονόλες. Επιπλέον η κατανάλωση πολλής σοκολάτας βοηθά κάποιον να μην κουράζεται το ίδιο, ιδίως νοητικά, γεγονός πολύ χρήσιμο για όσους μαθητές και φοιτητές διαβάζουν για εξετάσεις. Αυτό είναι το συμπέρασμα μελέτης ερευνητών του Πανεπιστημίου Νορθάμπρια.