50 χρόνια μετά τη δολοφονία Αλιέντε, η δημοκρατία (ξανά) ως ζητούμενο
Η αποτροπή μιας «μαύρης παλίρροιας» και κυρίως ο βαθύς μετασχηματισμός, ο εμπλουτισμός, η ανανέωση του περιεχομένου της δημοκρατίας θα ήταν, εκτός των άλλων, η καλύτερη τιμή στη μνήμη του Αλιέντε.
Σήμερα συμπληρώνεται μισός αιώνας από το θάνατο του προέδρου της Χιλής, Σαλβαδόρ Αλιέντε, μέσα στο προεδρικό μέγαρο στο Σαντιάγο, λίγο μετά το πραξικόπημα που έφερε στην εξουσία τον δικτάτορα Πινοσέτ. Όσα ακολούθησαν -η βία και η τρομοκρατία, αλλά και η μετατροπή της Χιλής σε ένα από τα μεγαλύτερα εργαστήρια του σκληρότερου νεοφιλελευθερισμού- είναι γνωστά.
Η επέτειος αυτή είναι μια ευκαιρία απόδοσης της οφειλόμενης από κάθε αριστερό και δημοκράτη ανά τον κόσμο τιμής στον άνθρωπο που επιχείρησε μέσα από μια διαδικασία δημοκρατικών εκλογών και διακυβέρνησης να αλλάξει τη χώρα του και που έμεινε πιστός στο όραμά του αυτό μέχρι την -κυριολεκτικά- τελευταία του πνοή.
Ταυτόχρονα, όμως, είναι μια ευκαιρία να ξανασκεφτούμε το παρελθόν και κυρίως το παρόν και το μέλλον της Λατινικής Αμερικής, αλλά και της Ευρώπης, για να μιλήσουμε για τους σύγχρονους κινδύνους για τη δημοκρατία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Ειδικά για εμάς στην Ελλάδα, όπως και για την υπόλοιπη Νότια Ευρώπη, η Λατινική Αμερική αποτελεί -έστω για συμβολικούς λόγους- ένα σημείο αναφοράς. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι τις δύο αυτές περιοχές συνδέει ένα κάποτε κόκκινο και κάποτε μαύρο νήμα. Ότι μεταξύ αυτών των δύο τόσο μακρινών περιοχών φαίνεται σε διάφορες χρονικές περιόδους να δημιουργείται ένας πολιτικός «αντίλαλος». Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ακριβώς η άνοδος και η πτώση των δικτατοριών στις δύο όχθες του (νότιου) Ατλαντικού από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980, που δημιουργεί την εικόνα ενός ιστορικού κύκλου[1], στον οποίο ανήκει εξάλλου και το πραξικόπημα Πινοσέτ.
Στο σήμερα, η κατάσταση δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Ασφαλώς, η ανάδειξη τα τελευταία χρόνια νέων αριστερών και προοδευτικών κυβερνήσεων σε μια σειρά από χώρες της Λατινικής Αμερικής υπήρξε σπουδαία εξέλιξη. Οι πιο εμβληματικές ενδεχομένως περιπτώσεις είναι η εκλογή του προέδρου Λούλα στη Βραζιλία που έθεσε τέλος στη διακυβέρνηση του ακροδεξιού Μπολσονάρου, η εκλογή του Γκάμπριελ Μπόριτς, του πρώτου αριστερού προέδρου στη Χιλή μετά το 1970 και τον Αλιέντε, αλλά και η εκλογή του Γουστάβο Πέτρο στην Κολομβία, χωρίς αυτό να καθιστά λιγότερο σημαντικές τις επιτυχίες της Αριστεράς στις υπόλοιπες χώρες. Ωστόσο, οι επιτυχίες αυτές φαίνονται εύθραυστες, όπως αποδεικνύει η απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Λούλα αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ή οι πιέσεις που δέχεται η κυβέρνηση της Κολομβίας, η πολιτική κρίση στη Γουατεμάλα κ.λπ. Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι οι παραδοσιακές απειλές κατά της δημοκρατικής νομιμότητας, με τη μορφή ανοιχτών στρατιωτικών πραξικοπημάτων, συνδυάζονται με νεότερες πρακτικές, όπως ιδίως οι εξαντλητικές δικαστικές διώξεις που επιχειρεί η δεξιά, όπου έχει τη δυνατότητα, σε βάρος των πολιτικών της αντιπάλων, αλλά και η πρόκληση τεχνητών πολιτικών και συνταγματικών κρίσεων.
Αντίστοιχα στην Ευρώπη, η εκλογική ενίσχυση της ακροδεξιάς, σε συνδυασμό με τη σταδιακή πολιτική νομιμοποίηση της συγκυβέρνησής της με την mainstream δεξιά δεν προδιαθέτει για θετικές προοπτικές στο κοντινό μέλλον. Ήδη μια σειρά από χώρες έχουν τέτοιες αυταρχικές ή ακροδεξιές κυβερνήσεις (π.χ. Ιταλία, Ουγγαρία, Πολωνία), ενώ σε άλλες ο κίνδυνος είναι ορατός: η συγκυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος με το ακροδεξιό Vox στην Ισπανία αποφεύχθηκε προς το παρόν αλλά η σχετική συζήτηση έχει ανοίξει, στη Γερμανία το AfD είναι πια δημοσκοπικά το δεύτερο σε πολλές περιπτώσεις κόμμα, στη Γαλλία η ακροδεξιά εισέρχεται σταθερά στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών τελευταία και πλέον διαθέτει και αξιόλογη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Ταυτόχρονα, περιπτώσεις όπως η ελληνική -με την υπόθεση των υποκλοπών, αλλά και τα ζητήματα ανεξαρτησίας της ενημέρωσης- δείχνουν ότι ο φιλελεύθερος χαρακτήρας των ευρωπαϊκών δημοκρατιών κλυδωνίζεται.
Στις σημερινές συνθήκες των πολλαπλών κρίσεων, είναι ιδιαίτερα σημαντική η ανταλλαγή εμπειριών και η ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών που θα υποστηρίζουν τις προοπτικές της δημοκρατίας. Όχι μόνο ως εξαγγελίας, αλλά κυρίως ως ενός στοιχείου που διαθέτει ακόμα ουσιαστικό περιεχόμενο άξιο υπεράσπισης από τις κοινωνίες μας, καθώς η ακροδεξιά ανθεί ακριβώς στο έδαφος των παθογενειών και των ελλειμμάτων της σύγχρονης δημοκρατίας και της συνακόλουθης συνολικής αμφισβήτησης της αξίας και του περιεχομένου της.
Στο πλαίσιο αυτό, η προσπάθεια που έγινε, για παράδειγμα, στη Χιλή να αναθεωρηθεί το σύνταγμα, τόσο ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε όσο και ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης, είναι ένα παράδειγμα που αξίζει κανείς να μελετήσει σε βάθος, και μάλιστα ανεξάρτητα από την (αρνητική) έκβαση του σχετικού δημοψηφίσματος. Η ρήξη που επιχείρησε με τη συνταγματική κληρονομιά της περιόδου Πινοσέτ, αλλά κυρίως οι απαντήσεις που πρότεινε όχι απλώς για την ακύρωση της συνταγματοποίησης του νεοφιλελευθερισμού, αλλά για την ακριβώς αντίθετη συνταγματοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών, αιτημάτων και δικαιωμάτων, περιλαμβανομένης της περιβαλλοντικής διάστασης, μπορεί να αποτελέσει στοιχείο έμπνευσης. Αντίστοιχα θετικά παραδείγματα και εμπειρίες μπορεί να βρει κανείς και σε άλλες χώρες τόσο της Λατινικής Αμερικής όσο και της Ευρώπης, που αξίζει να συζητηθούν.
Άλλωστε, οι δημοκρατικές τομές, η εμπέδωση της δημοκρατίας ως αυταξίας, ως ενός στοιχείου άξιου λαϊκής υπεράσπισης μπορούν να αποτρέψουν την άνοδο της ακροδεξιάς και την επικράτηση αυταρχικών ιδεών. Και ταυτόχρονα, η καθημερινή δημοκρατική πρακτική, η άσκηση και η τριβή μέσα σε αυτή είναι τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να κάνουν υπόθεση των πολλών τις όποιες προοδευτικές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, ώστε αυτές να μην σαρώνονται κάθε φορά που μεσολαβεί μια κυβερνητική αλλαγή από ένα αυταρχικό και ακροδεξιό κύμα.
Σε τελική ανάλυση, κάτι τέτοιο, η αποτροπή μιας «μαύρης παλίρροιας» και κυρίως ο βαθύς μετασχηματισμός, ο εμπλουτισμός, η ανανέωση του περιεχομένου της δημοκρατίας θα ήταν, εκτός των άλλων, η καλύτερη τιμή στη μνήμη του Αλιέντε. Του ανθρώπου που, όπως ανέφερε στην ομιλία μετά την εκλογή του, οραματιζόταν να δημιουργήσει «έναν διαφορετικό κόσμο», να αποδείξει ότι «μπορούν να γίνουν βαθιές αλλαγές που αποτελούν επανάσταση» από «μια κυβέρνηση δημοκρατική, εθνική, επαναστατική και λαϊκή που θα οδηγήσει στον σοσιαλισμό».