ενημέρωση 3:28, 27 April, 2025

Γυμνοί γεννιόμαστε, γυμνοί πεθαίνουμε

Γράφει ο Γιάννης Κατσίμπας

Η πλήξη είναι δώρο της μέσης ηλικίας. 

Για να πλήττεις σημαίνει ότι δεν τραβάς μεγάλα βάσανα που σου κολλάνε το στομάχι στην πλάτη. Δεν ανεβαίνεις εσύ ή κάποιος πολυαγαπημένος σου τον γολγοθά μιάς σοβαρής ή και μοιραίας αρρώστιας. Δεν βρίσκεσαι οικονομικά επί ξύλου κρεμάμενος, δεν μετράς φραγκοδίφραγκα για να βγάλεις τον μήνα, δεν τρέμεις μην σε απολύσουν, μην αναγκαστείς να βάλεις λουκέτο στην προσωπική σου επιχείρηση -κατάστημα, ιατρείο, δικηγορικό γραφείο- επειδή η πελατεία σού γύρισε την πλάτη. Η πελατεία -χτύπα ξύλο- δεν αραιώνει. Αντιθέτως αυγαταίνει. Ζητούν τα φώτα σου, σου εμπιστεύονται τα μυστικά τους, ενίοτε την ελευθερία, και τη ζωή τους ακόμα. Γράφεις φάρμακα, υπογράφεις τοπογραφικά, συντάσσεις δικόγραφα, τρέχεις νυχτιάτικα για χάρη τους, σπεύδεις πιστός στον όρκο σου στο χειρουργείο ή στο αυτόφωρο. Κοστολογείς, εννοείται, αναλόγως τις υπηρεσίες σου. 

Σε θεωρούν σοβαρό πρόσωπο, ικανό επαγγελματία, καλό άνθρωπο. Μάλλον είσαι κι από τα τρία. Στα εικοσιπέντε-τριάντα χρόνια της καριέρας σου, δεν πάτησες κανέναν στον λαιμό. Δεν παρανόμησες χοντρά για να πλουτίσεις. Πήγες με τον σταυρό στο χέρι; Ίσως όχι ακριβώς. Δεν καταδέχθηκες πάντως να καταντήσεις λαδιάρης και σκατιάρης. Η παρακαταθήκη των γονιών σου, η αδαμάντινη εντιμότητά τους σε καιρούς ασύγκριτα πιο ζόρικους σε κρατάει στον ίσιο δρόμο. Ανάλογη αγωγή έχεις δώσει στα σπλάχνα σου. Τα βλέπεις και τα καμαρώνεις. Θα αλλάξουν -στον ανεμοστρόβιλο του 21ου αιώνα- ιδέες, τόπους διαμονής, δουλειές. Θα πειραματιστούν με χίλιους τρόπους, το πιο ρευστό στις μέρες μας; η σεξουαλικότητα. Και τι πειράζει στο κάτω-κάτω; Δεν θα γίνουν -αυτό έχει σημασία- ποτέ τους κωλόπαιδα. 

Η πλήξη συνιστά απόδειξη ευφυίας.

Ακούς στο διπλανό τραπέζι, στην πλαϊνή ξαπλώστρα, κουβέντες συνομηλίκων ή και νεοτέρων σου. Πώς καταδέχονται, αναρωτιέσαι, να ξοδεύουν το σάλιο και την όποια τους φαιά ουσία ξεφουρνίζοντας αποκλειστικά κοινοτοπίες; Αστειευόμενοι με τα δυο γερόντια που διεκδικούν τον θρόνο της Αμερικής. Με την ηλικία της Μπριζίτ Μακρόν η οποία αποδεικνύει αναντίρρητα, κατά τη γνώμη τους, ότι ο Γάλλος Πρόεδρος το κολλάει το γραμματόσημο. Με τον Θωμάκο και με τη “σκυλίτσα” του Αυλίτη. Αναμασώντας ό,τι βλέπουν στην τηλεόραση, ό,τι διαβάζουν στα σόσιαλ μίντια. "Ανοίξτε κανένα βιβλίο" σού έρχεται να τους πεις. "Ξεκινήστε από τα βασικά, από Όμηρο, Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, τους "Νεκρικούς” και τους "Εταιρικούς Διαλόγους” του σπαρταριστού Λουκιανού. Διαβάστε τα Ευαγγέλια, που έχετε και άποψη για τον χριστιανισμό!" Πού να ανοίγεις καλοκαιριάτικα κουβέντες με άγνωστους; Άσε που θα σε περάσουν για φιγουρατζή του πνεύματος… 

Υπάρχουν ασφαλώς και οι λαϊκοί κουτσομπόληδες, οι οποίοι χαιρεκακούν με το πάθημα του κάθε επώνυμου. Που εξετάζουν με το μικροσκόπιο τα άπλυτα του κάθε "επώνυμου", της κάθε "επώνυμης" κατά προτίμησιν - εμπρός στον γυναικείο φθόνο, ο φεμινισμός πάει περίπατο… Υπάρχουν και οι ψαγμένοι. Που μιλάνε με τσιτάτα για τα αδιέξοδα του καπιταλισμού, με στίχους του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Σωκράτη Μάλαμα - τότε γίνεται η πλήξη σου βαθύ χασμουρητό. Οι φιλελεύθεροι ψαγμένοι είναι ακόμα ενοχλητικότεροι. "Δεν διδαχθήκαμε τίποτα από τα μνημόνια!" αποφαίνεται ο ένας. "Στο dna του Έλληνα η λούφα και ο ραγιαδισμός!" υπερθεματίζει ο άλλος. Έχουν κάτι το καλβινιστικό –ψέμματα, κάτι το χωροφυλακίστικο έχουν-, αν δεν φορόκλεβαν τουλάχιστον θα είχαν δικαίωμα να μιλάνε, αν δεν ήταν οι ίδιοι ό,τι ακριβώς κατηγορούν, καθώς το έχει επισημάνει, δεκαετίες τώρα, ο Σαββόπουλος… 
Η πλήξη συνιστά συναισθηματική υγεία.

Το να μην έχεις συμφιλιωθεί με τη χειμερία νάρκη στην οποία πέφτει συν τω χρόνω και ο πιο παράφορος έρωτας. Το να μην έχει μπαγιατέψει το μάτι σου. Να ελπίζεις σε νέους ενθουσιασμούς. Να υποφέρεις τουλάχιστον από την έλλειψή τους. 

Δύο εικοσάρηδες με σάκους στην πλάτη βαδίζουν προς το κάμπινγκ του νησιού, περνάνε από την οικογενειακή πλαζ όπου λιάζεσαι συν γυναιξί και τέκνοις. Το βλέμμα του ενός, του πιο νταγλαρά, στέκεται στην Έρση. Βλέπει ό,τι είχες δει εσύ τον Ιούλιο του 2007. Της χαμογελάει, εκείνη του ανταποδίδει – εάν δεν υπερφώτιζε ο ήλιος το πρόσωπό της, θα έβλεπες ότι έχει κοκκινήσει… Ποια κοινωνία θα της επέτρεπε, θα την παρότρυνε, να ακολουθήσει το παλικάρι για μια νύχτα έστω; Την κοινωνία εκείνη νοσταλγούμε.

Πού θα είσαι, τι θα κάνεις σε είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια, άμα δεν τα έχεις κακαρώσει; Θα στρογγυλοκάθεσαι στις δάφνες σου; Θα σε απασχολούν κυρίως οι αρρώστιες σου, θα βάζεις ξυπνητήρι στο κινητό για να καταπιείς τα χάπια σου; Θα γλυκαίνεσαι με τα εγγόνια σου, θα νοιώθεις την υπαρξιακή ευτυχία πως κάτι αφήνεις πίσω σου, ότι δεν έζησες επί ματαίω; Ή θα έχεις ανεπίγνωστα εξαλλαχθεί σε έναν γκρινιάρη γέρο, φθονερό απέναντι σε οτιδήποτε καινούργιο, ο οποίος θα παραληρεί στο facebook της εποχής, θα αστράφτει, θα βροντάει που η ανθρωπότητα πάει κατά διαόλου – αλήθεια θα βροντάει; η βροντή πορδή του, τού φουκαρά…

Μήπως η πλήξη που σε κατακλύζει είναι καμπανάκι; 

Όσο νοιώθεις ακέραιες τις δυνάμεις σου, όσο μπορείς ακόμα να ιδρώνεις τη φανέλα, να αδειάζεις την μπουκάλα το κρασί, να κόβεις με τα δόντια σου το κρέας, όσο έχεις χρόνο, να ανατρέψεις τη ζωή σου. Να φύγεις από τη ζηλευτή σου καθημερινότητα. Να πετάξεις μαύρη πέτρα, να ανοιχτείς στο άγνωστο… Θα σκυλομετανοιώσεις κατά πάσα πιθανότητα. Και λοιπόν τι; Γυμνοί γεννιόμαστε, γυμνοί πεθαίνουμε.

Θυμάσαι ένα ποίημα του Καβάφη από τα κρυμμένα του. "Δευτέρα Οδύσσεια". Το θυμάσαι σαν πεζό, εξομολόγηση, απολογία. 
"… Ήτο μικρόν το πατρικόν του δώμα, ήτο μικρόν το πατρικόν του άστυ, και όλη του η Ιθάκη ήτο μικρά. 

Του Τηλεμάχου η στοργή, η πίστις της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας, οι παλαιοί του φίλοι, του λαού του αφοσιωμένου η αγάπη, η ευτυχής ανάπαυσις του οίκου εισήλθον ως ακτίνες της χαράς εις την καρδίαν του θαλασσοπόρου. Και ως ακτίνες έδυσαν. 

Η δίψα εξύπνησεν εντός του της θαλάσσης. Εμίσει τον αέρα της ξηράς….
Η νοσταλγία τον κατέλαβε των ταξιδίων, και των πρωινών αφίξεων εις τους λιμένας όπου, με τί χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις. Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστιν της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας, τους παλαιούς του φίλους, του λαού του αφοσιωμένου την αγάπην, και την ειρήνην και ανάπαυσιν του οίκου εβαρύνθη. Κ’ έφυγεν. 

Ότε δε της Ιθάκης αι ακταί ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός του κι έπλεε προς δυσμάς πλησίστιος, προς Ίβηρας, προς Ηρακλείους στήλας,— μακράν παντός Aχαϊκού πελάγους,— ησθάνθη ότι έζη πάλιν. Ότι απέβαλλε τα επαχθή δεσμά γνωστών πραγμάτων και οικιακών. 

Και η τυχοδιώκτις του καρδιά ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης."

"Κενή αγάπης"… Να το πάρεις για αναπηρία ή για πλεονέκτημα;

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Λύκοι και πρόβατα Βαλές ή Ντάμα »

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.