ενημέρωση 5:27, 29 March, 2024

Μια ανέκδοτη αθυρόστομη συνομιλία με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο από το 2013

Δύο χρόνια χωρίς τον Ντίνο Χριστιανόπουλο κι αυτή είναι μία επική αθυρόστομη συνομιλία του με τον Αντώνη Μποσκοΐτη

Έχω πολλά να γράψω για τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο. Τις επόμενες μέρες το koutipandoras.gr θα φιλοξενήσει μια σειρά από άρθρα μου για τον σπουδαίο αυτό ποιητή που είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά, να συναντάω στα περάσματα μου από τη Θεσσαλονίκη και, μάλιστα, να μου παραχωρήσει μία μεγάλη συνέντευξη, η οποία δημοσιεύεται αυτούσια για πρώτη φορά στο διαδίκτυο.

Ήταν Σεπτέμβρης του 2013 όταν ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη. Ο Γιώργος Χρονάς είχε ήδη τηλεφωνήσει του Χριστιανόπουλου, ενημερώνοντας τον πως ένας δημοσιογράφος θα επισκεπτόταν την πόλη του και ήθελε να του πάρει συνέντευξη. Πράγματι, τηλεφώνησα του ποιητή, γνωρίζοντας πως επρόκειτο για έναν ιδιαίτερο «παράξενο» άνθρωπο που υπήρχε το ενδεχόμενο να μου το κλείσει ή να με στολίσει με διάφορους χαρακτηρισμούς προτού ακόμη συναντηθούμε. «Να έρθετε» μου είπε, «αλλά δεν θα κάνουμε πάνω από μισή ώρα! Άντε μία! Τι παραπάνω να πούμε, άλλωστε; Τα ίδια θα με ρωτήσετε κι εσείς, όπως όλοι όσοι περνάνε από δω και χαλάνε την  ησυχία μου»…

Θυμάμαι με πόση λαχτάρα κάλεσα το ταξί που θα με μετέφερε στο σπίτι του, στις Σαράντα Εκκλησιές. Ήταν μεσημέρι με καλοκαιρία. Με υποδέχτηκε στην πόρτα του με μία λευκή φανέλα και περάσαμε κατευθείαν στο γραφείο του. Στον τοίχο, από πάνω του, δύο πορτραίτα: Ένα του ομότεχνου του, ποιητή Κ. Π. Καβάφη, κι άλλο ένα του, επίσης ομότεχνου του, συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη. Διότι ο Χριστιανόπουλος- ως γνωστόν- είχε εκδώσει και δικά του τραγούδια, φανερά εμπνευσμένα από το προπολεμικό ρεμπέτικο και τον μέντορα του, Τσιτσάνη.

Η συνέντευξη τελικά διήρκεσε γύρω στις τρεις ώρες σαν να μην ήθελε ο ένας να αποχωριστεί τον άλλον! Κι αν δεν είχε να πάει σε μία δουλειά – θυμάμαι – κατά τις έξι τ’ απόγευμα, πιθανώς να είχα τώρα στα χέρια μου μιαν άλλη συνέντευξη – Μπεν Χουρ, που θα αξίωνε ολόκληρη μονογραφία και όχι ακόμη μία δημοσίευση.

Ο Χριστιανόπουλος – μπορώ να το πω τώρα – ανήκε στους ανθρώπους, για τους οποίους ισχύει η έκφραση «σκύλος που γαβγίζει, δεν τον φοβάσαι». Ένας εξαιρετικά καλόψυχος άνθρωπος που αν ένιωθε ότι δεν τον κολακεύεις, δεν τον «γλείφεις» να το πω πιο γλαφυρά, σου έδινε μεγάλο χώρο και σε αποδεχόταν ως συνομιλητή του.

Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύθηκε με ελάχιστες περικοπές στο βιβλίο μου «18 συνεντεύξεις – Σαν μονόπρακτα», σήμερα όμως δημοσιεύεται αυτούσια στο koutipandoras.gr. Ανήκει σε εκείνες τις συνεντεύξεις που αξιώθηκα να πάρω και που θα τις κουβαλάω πάντα ως την πιο πολύτιμη κληρονομιά μου κι ας μη θεωρηθεί κοινοτοπία αυτό που λέω τώρα.

Στη μνήμη, λοιπόν, ενός από τα πιο τολμηρά και αναρχικά πνεύματα που αξιώθηκε η ελληνική γραμματεία του 20ου αι., μία συζήτηση εφ’ όλης της ύλης, ελεύθερη, αθυρόστομη ενδεχομένως, μα και ενδεικτική της στάσης ζωής και της κοσμοθεωρίας του εκδότη της «Διαγωνίου», του ποιητή των «Ισχνών αγελάδων» και του συγγραφέα του «Χιλιαστή». Λυπάμαι μόνο που ο ίδιος δεν μπόρεσε ποτέ να τη διαβάσει, καθώς παρέμεινε ανέκδοτη από το 2013 μέχρι και το 2018, όταν τα προβλήματα υγείας είχαν αρχίσει να τον ταλαιπωρούν. Καλό ταξίδι, Ντίνο Χριστιανόπουλε! Αναπαύσου εν ειρήνη.

Κύριε Χριστιανόπουλε, από που να πρωτοξεκινήσει κανείς με την περίπτωση σας; Έχετε δώσει αμέτρητες συνεντεύξεις κι αυτό είναι κομματάκι δύσκολο για κάθε δημοσιογράφο που σας συναντά την επόμενη.

Εσείς με συναντάτε πρώτη φορά όμως και απ’ ότι βλέπω το μάτι σας γυαλίζει. Καλά θα τα πάμε, μη με φοβάστε. Και γιατί, παρακαλώ, με θεωρείτε δύσκολη περίπτωση; Δεν είμαι σκύλος, δεν δαγκώνω!

Μπα, δε μου φαίνεστε για σκύλος. Για γάτα και μεγάλη κιόλας, ναι.

(Γελάει)

Δεν είπα πως είστε δύσκολη περίπτωση, εμένα θά’ναι δύσκολη η δουλειά μου εννοούσα. Τέλος πάντων, ας ξεκινήσουμε από τα μουσικά, που είναι το πεδίο μου.

Είστε και μουσικός; Εμένα μου είπαν ότι είστε σκηνοθέτης κι εγώ, να ξέρετε, δεν πηγαίνω στον κινηματογράφο, τον βαριέμαι φριχτά!

Δεν είμαι μουσικός, ακούω και γράφω για μουσική, ας πούμε. Πληροφορήθηκα πως βγήκε ένα νέο CD με ποιήματα σας που τα τραγουδάει η, άγνωστη σε μένα, Αριάδνη. Ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος στην Αθήνα έχει συνεργαστεί μαζί της.

Η Αριάδνη είναι περίπου εξήντα ετών και είχε την ανέλπιστη ευτυχία να την ακούσει ο Χατζιδάκις. Ο Χατζιδάκις δηλαδή την είχε δει κάπου, του άρεσε και της ζήτησε να γίνει τραγουδίστρια του. ”Πολύ ευχαρίστως” είπε αυτή, πήγε και έτσι άρχισε το ”ειδύλλιο”. Αυτή όμως ήταν και λίγο στριμμένο άτομο, ο δε Χατζιδάκις υποτίθεται ήταν πολύ νορμάλ κι έτσι πολύ γρήγορα ήρθαν σε σύγκρουση. Όταν το πράγμα έφτασε στο απροχώρητο, ο Χατζιδάκις την έδιωξε κι αυτή πήρε τα ”βρεγμένα” της κι έφυγε, κλαίγοντας κλπ. Βέβαια όλη αυτή η ιστορία στενοχώρησε πολύ και τους δύο, αλλά βγήκε σε καλό! Απίθανα καλό!

Ποιο ήταν αυτό το καλό;

Για αντικαταστάτρια ο Μάνος βρήκε τη Νταντωνάκη! Νταντωνάκη δεν τη λένε;

Τη Φλέρυ, ναι, που όμως γνώρισε στην Αμερική ο Χατζιδάκις.

Εγώ ξέρω ότι από τότε που διώχτηκε η άλλη, η Φλέρυ έγινε υπάκουο σκυλάκι του Χατζιδάκι. Εμένα δεν μου πολυαρέσει, βέβαια, γιατί παραείναι γλυκερή η φωνή της. Και νομίζω στον Χατζιδάκι χρειάζεται μια μέση φωνή, να υπάρχει δηλαδή κάπου – κάπου μία τραχύτητα. Αυτή ήταν τόσο γλυκερή που δεν του πήγαινε, αλλά βέβαια αυτός έπινε νερό στο όνομα της. Εγώ δεν τη γνώρισα, ήμουν πολέμιος της τακτικής του Χατζιδάκι, της νοοτροπίας του οι φωνές να είναι κάτι μεταξύ ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, αλλά αυτή δεν μου άρεσε! Θα μου πεις και ποιος σου αρέσει; Δεν έχω ιδέα ποιος μου αρέσει και ποιος όχι, αλλά έχω μία άλλη ιδέα: Αρέσω εγώ στον εαυτό μου; (γέλια)

Είστε όμως με ένα τρόπο βαθιά συνδεδεμένος με τον Χατζιδάκι.

Ο Χατζιδάκις έχει κάτι που με απωθεί, αλλά βέβαια με τα τραγούδια του πήγε πάρα πολύ καλά.

Όπως αυτά με την συντοπίτισσα σας, τη Βούλα Σαββίδη.

Τη Βούλα την ξέρω και προσωπικά. Δεν μ’ αρέσει καμιά τραγουδίστρια που διάλεξε ο Χατζιδάκις. Αντίθετα μ’ αρέσει πολύ ο φίλος μου ο Καρακότας, που τον διάλεξε κατά το τέλος της ζωής του, αλλά τουλάχιστον πρόλαβε και τραγούδησε τα 26 τραγούδια που έγραψε με μένα.

Ποια 26 τραγούδια;

Γιατί, μήπως νομίζετε ότι είναι λιγότερα; Ναι, έχετε δίκιο, δεν είναι 26, είναι λιγότερα, 19 πρέπει νά’ναι. Τα υπόλοιπα τι έγιναν, μπορείς να φανταστείς;

Όχι, που να ξέρω;

Ήταν η αιτία που δυσαρεστήθηκα πάρα πολύ από τον Χατζιδάκι. Διάλεξε μικρά τραγούδια μου, πολύ μικρά, από ένα βιβλίο μου με μικρά ποιήματα. Πόσο μικρά; Δύο στίχοι, τρεις στίχοι, το πολύ. Είχε τη βλακεία να πάρει τα ποιήματα τα μικρά και να τα ενώσει σε ένα.

Να κάνει κολάζ δηλαδή. Δεν το θεωρώ βλακεία, με συγχωρείτε.

Ακριβώς, κολάζ, όπου όμως το περιεχόμενο ήταν τελείως διαφορετικό. Σε άλλο τραγούδι μιλώ για μια γάτα, σε άλλο μιλώ για καμήλα. Καμία σχέση δεν έχει το ένα ζώο με το άλλο! Τα πήρε, λοιπόν, τα έκανε σκατά στην κυριολεξία κι εγώ τώρα να φωνάξω, να διαμαρτυρηθώ; Πρώτα απ’ όλα τον αγαπώ και τον σέβομαι και για μένα ήταν μια μεγάλη τιμή. Αναγκάστηκα να το καταπιώ, όμως από μέσα μου δεν τον συγχώρεσα ποτέ. Αυτή η ιστορία έγινε με εννέα ποιήματα μικρά, που το κάθε ένα απαρτιζόταν από τρία, έγινε δηλαδή ένα άσχημο κολάζ. Και το χειρότερο είναι ότι αυτά έγιναν λίγο πριν πεθάνει.

Ο δίσκος, όμως, όταν τον ακούσατε δεν σας είχε αρέσει;

Ο Καρακότας πού’ναι συμπαθέστατος, έκανε καλή δουλειά. Ήταν και μικρός και ο Χατζιδάκις, παρόλο που θα μπορούσε να τον διορθώνει, δεν τον διόρθωνε. Του έμαθε όμως ένα ιδιάζον ύφος στην ερμηνεία τραγουδιού, να τραγουδάει δηλαδή ως οργανέτο του Χατζιδάκι. Τόσο πολύ τον άλλαξε ο Χατζιδάκις, που πήγε κάποια στιγμή να τραγουδήσει ένα του Τσιτσάνη και το τραγούδησε τόσο άθλια, που του είπα να μην το κάνει. Έτσι, δεν ξανατραγούδησε Τσιτσάνη, τουλάχιστον όποτε το ήξερα. Εγώ όμως, τέλος πάντων, έπαθα απ’ αυτή τη φαιδρή συγκόλληση των ποιημάτων μου από τον Χατζιδάκι και δεν τό’χω ξεπεράσει. Ο Χατζιδάκις, για να ξέρετε, με είχε γνωρίσει κάποια φορά που κατέβηκα στην Αθήνα και που τότε ήταν τρελά ερωτευμένος – σχήμα λόγου το ”ερωτευμένος” – με τον Νίκο Γκάτσο. Ήρθε και μου τό’πε: ”Εγώ είμαι επί πολλά χρόνια ερωτευμένος με τον Γκάτσο”. ”Και; Εγώ τι ρόλο παίζω σ’ αυτή την ιστορία;” του απάντησα. ”Αυτό ήθελα να σας πω” μου λέει, ”από τότε που σας διάβασα, ξέχασα τον Γκάτσο και είμαι μόνο Χριστιανόπουλος”. Υπερβολές του Χατζιδάκι! Δεν τον εκτιμώ τον Γκάτσο, ακόμα και η ”Αμοργός” που είναι το αριστούργημα του, εμένα δεν μου αρέσει. Τι να πω, όμως, πέθανε κιόλας ο άνθρωπος…Να σας πω, νεαρέ, σαν πολύ μιλάμε για τον Χατζιδάκι! Δε φαντάζομαι να διατελέσατε τεκνό του…

Όχι, σας ορκίζομαι, δεν τον γνώρισα καν. Ας πάμε τότε στον Τσιτσάνη, τη μεγάλη λατρεία σας!

Ο Τσιτσάνης είχε ένα ύφος ρεμπέτικο, ένα ύφος λαϊκό κι ένα – εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Αλλά ας μείνουμε στον Χατζιδάκι, τα λέτε σα να είστε άνθρωπος του κι εγώ, ξέρετε, αυτό το εκτιμώ ιδιαιτέρως σε έναν νέο άνθρωπο.

Ωραία, τι άλλο να πούμε; Για την παράσταση ίσως του Δημήτρη Παπαϊωάννου με την Ομάδα Εδάφους;

Α, καλά, ναι, είχα πάει κι εγώ στην παράσταση κι είχα πει κάτι καταπληκτικό! Εντελώς πρόσφατα συνδεθήκαμε πάρα πολύ με τον Παπαϊωάννου. Έκανε ένα νέο καταπληκτικό έργο, που όχι μόνο πήγα και το είδα, αλλά εκδόθηκε σε βιβλίο με πρόλογο δικό μου. Ο δε πρόλογος μου τον έκανε να κατουρηθεί! Έχω και μερικά ”κρυμμένα” εκεί μέσα, δικά μου, αλλά αυτός ξετρελάθηκε! Έκανα λοιπόν πρόλογο για εκείνο το έργο, το οποίο, ενώ ο Παπαϊωάννου έχει μανία με τον τίτλο κάθε έργου του, δεν τον πέτυχε, του ξέφυγε. Το ίδιο και με τον Χατζιδάκι, δεν ήξερε πως να με βαφτίσει. Βρήκε τότε ένα τίτλο λίγο εφετζίδικο.

Το σπίτι του Ντίνου Χριστιανόπουλου σήμερα στο Τσινάρι της Θεσσαλονίκης

Τα ”Τραγούδια της Αμαρτίας” ήταν, πράγματι, εφετζίδικος τίτλος.

Όχι, δε μιλώ γι’ αυτό. Λέω για το ”Ο Θάνατος είναι βυζαντινός κι ο Έρωτας αρχαίος”. Το φαντάζεσαι; Έχει κάποιο νόημα, λέει κάτι, αλλά εμένα δε μου λέει τίποτα. Κι ο Παπαϊωάννου μού’χε πει: ”Έμένα δεν μ’ αρέσει καθόλου αυτός ο τίτλος, δε μπορώ να τα παρουσιάσω έτσι. Πρέπει να σκεφτούμε άλλο τίτλο”. Λέω ”Εγώ δεν είμαι μανούλα να διαλέγω τίτλους, διάλεξε εσύ”. ”Εγώ” λέει, ”έχω διαλέξει, αλλά θέλω να στον πω να μου πεις αν σ’ αρέσει. Δικός σου στίχος είναι” ”Ποιος;” του κάνω, ”Ενός λεπτού σιγή” μου απαντάει. Πάρα πολύ μού άρεσε, συμφωνήσαμε κι έτσι ανέβηκε η παράσταση. Ήταν να την παίξει ένα μήνα μαζί με Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Καταπληκτική δουλειά, αν κι είδα κι άλλες, κάπως καλύτερες, αλλά τέλος πάντων ήταν πολύ ωραία δουλειά. Ωραία, αλλά αλαλούμ! Τραγούδησαν πολλοί και διάφοροι μέσα, όπου το κέντρο βάρους δεν ήταν το τραγούδι, αλλά ο χορός. Εξαιρετικοί χορευτές, τους γνώρισα έναν προς έναν. Πρόσφατα ήρθε και με βρήκε ένας από ‘κείνους τους χορευτές, θηριώδης, σαν Μεξικανός, αλλά όχι Μεξικανός, που έκανε μια παράσταση ολόγυμνος. Αυτός ολόγυμνος και ο Παπαϊωάννου ντυμένος. Ωραία ήταν, βέβαια ο κόσμος δεν καύλωνε. Ο Παπαϊωάννου με αγαπάει πραγματικά, μου τηλεφωνεί, μου γράφει, οι άλλοι όλοι, Χατζιδάκις & ΣΙΑ, απλώς με ανέχονταν. Μα, πάρτε ένα μπατόν – σαλέ!

(Δε θέλω να πάρω το μπατόν σαλέ από το γυάλινο πιατάκι, καθώς μοιάζει μπαγιάτικο, αλλά τελικά το τρώω για να τον ευχαριστήσω. Όση ώρα το τρώω, με παρακολουθεί ευχαριστημένος. Και συνεχίζει):

Στα ”Τραγούδια της Αμαρτίας” τραγουδάει ο μικρός ο Καρακότας, αλλά τι μικρός; Τέσσερα παιδιά έχει κάνει. Ένα τραγούδι, όμως, τις ”Τύψεις, το τραγούδησε εκπληκτικά ο ίδιος ο Χατζιδάκις και του βγάζω το καπέλο.

Θα μπορούσε να σας έχει μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης!

Απαπα, δεν μου αρέσει! Βέβαια, ο Μίκης Θεοδωράκης ενθουσίασε τον Πατριάρχη, αλλά αυτά εγώ τα ακούω βερεσέ. Αυτός έχει μοναδικό σκοπό το συμφέρον του και πάντα κράταγε στην τσέπη του τα μισά λεφτά των συνεργατών του. Ε, μια, δυο, τρεις, κατάντησε αίσχος. Όχι, δεν μου αρέσει.

Τίποτα; Ούτε οι μελοποιήσεις του στον Ελύτη και στον Σεφέρη;

Για να είμαι δίκαιος, η αλήθεια είναι ότι πολλά τραγούδια του είναι πάρα πολύ ωραία, κυρίως τα πρώτα – πρώτα.

Τον ”Επιτάφιο” του Ρίτσου, εννοείτε;

Όχι, ο ”Επιτάφιος” ήταν μία απομίμηση λαϊκού και δημοτικού τραγουδιού. Έχει καμιά εικοσαριά τραγούδια, ωραία από κάθε άποψη, σαν τη ”Μαργαρίτα – Μαργαρώ”. Δεν εκτιμώ όμως τον χαρακτήρα του. Μπορείς να φανταστείς τι έχω πάθει κι εγώ από τον Θεοδωράκη; Εγώ δεν ”έχω” πολλούς τραγουδιστές, λίγους έχω που μ’ αγαπούν πραγματικά. Υπήρχε μία δυάδα τραγουδιστών της Θεσσαλονίκης, ο Καραδημήτρης και ο Νικολούδης που αγαπούσαμε ο ένας τον άλλον. Του έτυχε, όμως, κάποτε του Καραδημήτρη να γνωρίσει τον Θεοδωράκη, ο οποίος Θεοδωράκης, ενώ ήμασταν στη σκηνή κι εγώ με τον Νικολούδη, θεώρησε σκόπιμο να εκθειάσει μόνο τον Καραδημήτρη! Το έδεσε, λοιπόν, κόμπο αυτό ο Καραδημήτρης και ξέρετε τι έλεγε; ”Εγώ ειμ’ αυτός που για μένα είπε ο Θεοδωράκης αυτό κι αυτό”…Την ψώνισε, τον κατέστρεψε στην κυριολεξία! Με απαρνήθηκε, τραγουδούσε μόνο Θεοδωράκη, αλλά από τη στιγμή που με απαρνήθηκε, τον εγκατέλειψε και ο Θεοδωράκης.

Το σπίτι του Ντίνου Χριστιανόπουλου σήμερα στο Τσινάρι της Θεσσαλονίκης

Έκαναν όμως δίσκο μαζί, τα ”Πικροσάββατα” πού’χε ηχογραφήσει πρώτος ο Μητροπάνος.

Ναι, αλλά, ξέρετε, μετά κι απ’ αυτό, ο Καραδημήτρης είχε ένα ατύχημα, συγκρούστηκε μια μοτοσικλέτα που είχε με μιαν άλλη μοτοσικλέτα. Του πήρε ένα χρόνο να σιάξει το πόδι του. Τον συνάντησα αμέσως μετά, γιατί βέβαια μού είναι αγαπητό παιδί. Χώρισε λίγο μετά και με τη γυναίκα του…

Είστε λίγο κουτσομπόλης, κύριε Χριστιανόπουλε;

Εξαρτάται πόσο εσείς θέλετε να μοσχοπουλήσει η συνέντευξη μας.

Τι να μοσχοπουλήσει; Για έναν άγνωστο σχετικά τραγουδιστή της Θεσσαλονίκης μού μιλάτε.

Ναι, αλλά εγώ πιστεύω ότι όλα αυτά που έπαθε, ήταν αποτέλεσμα του Θεοδωράκη. Να μην το πω; Τι να πω, δεν ξέρω…Καταστενοχωρέθηκα! Βέβαια, ο άλλος ο Νικολούδης, πού’ναι σεμνό παιδί, κάπου χάρηκε, γιατί ξεπεράστηκε ένας ανταγωνισμός. Για τα μάτια του κόσμου, βέβαια, τον φωνάζει που και που για να πει κάνα τραγούδι.

Φτάνει, δε θέλω άλλο (γέλια). Γνωρίζω πως ένας νέος μουσικός, ο Socos, μελοποίησε ήδη ποιήματα σας. Τα ακούσατε;

Μου τό’στειλε! Πρόκειται για ένα εμετικό πράγμα, απ’ την αρχή ως το τέλος επαναλαμβάνεται ένα ποίημα περίπου είκοσι φορές. Όταν φτάνεις στο πέμπτο κομμάτι, βαριέσαι και λες ”Άϊ σιχτίρ, ξανά και ξανά τα ίδια…” Δεν ξέρω τι σκατά είναι, ροκ και τα τοιαύτα, πάντως δεν μου αρέσει. Να σκεφτείτε δεν του απάντησα καν. Να πω ψέματα, δε λέω, να τον βρίσω, δε θέλω, αποφάσισα να κάνω την πάπια! Μπροστά σ’ αυτό δηλαδή προτιμώ την άλλη, τη May Roosevelt, η οποία έχει κι αυτή τα χαζά της, αλλά όχι αυτές τις ακρότητες.

Κοιτάξτε, ο Socos θεωρείται καλός μουσικός, τολμηρός. Μήπως δεν σας αρέσουν οι πειραματισμοί;

Η αλήθεια είναι πως σε κάποια σημεία παύει να ακούγεται μονότονος, αλλά κι εγώ δεν παύω να τον βρίσκω φρικτό! Αναγκάστηκα δηλαδή εξ αιτίας του να καταπιώ το σάλιο μου μ’ αυτήνα, τη May Roosevelt, και να πω ότι είναι καλύτερη η δική της εργασία.

Το ωραίο είναι, πάντως, πως υπάρχει έντονο ενδιαφέρον από νέους συνθέτες για την ποίηση σας.

Ναι, κι ένα άλλο παιδί με ένα συγκρότημα με μελοποίησαν.

Από τη Θεσσαλονίκη;

Όχι, από την Αθήνα. Ο Μπακιρτζής, αυτόν λέω.

Το ήξερα, γι’ αυτό σας ρώτησα από που. Ο Μπακιρτζής με τους Χειμερινούς Κολυμβητές είναι από τη βόρειο Ελλάδα και όχι ακριβώς ”παιδί”.

Σάματις ξέρω; Εγώ από την Αθήνα τους ακούω όλους! Καλούτσικη ήταν η μελοποίηση του, μικρό τό’κανε, αλλά θα το περίμενα πιο σωστό. Και οι άλλοι, πως τους λένε, οι Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω έκαναν το ”Μουτράκι”.

Ωραίο ήταν αυτό, τό’πε η Νένα Βενετσάνου με τη μεγάλη φωνή της.

Η Βενετσάνου ήταν να με τραγουδήσει στα ξεκινήματα της, αλλά δεν της είπα ”πολύ ευχαρίστως” κι έτσι δεν προκόψαμε. Καλή είναι, αλλά δεν έχω την παραμικρή σχέση μαζί της. Έτσι, που λέτε, με τους τραγουδιστές. Εγώ ήθελα να έχω μια ζωή όσο το δυνατόν λιγότερους τραγουδιστές γύρω μου, όχι πολλούς. Έτσι νόμισα πως θα ταιριάζαμε με τον Καραδημήτρη και τον Νικολούδη που φωτογραφιζόμουν και μαζί τους.

Δίνετε σημασία με ποιον θα φωτογραφηθείτε; Μαζί θα φωτογραφηθούμε, πάντως, για το αρχείο μου έστω.

Θα φωτογραφηθώ, αν και δε συμπαθώ τους ανθρώπους με ανοιχτόχρωμα μάτια.

Και στα μάτια, παρατηρώ, δίνετε σημασία.

Μα είναι να μη δίνεις στα μάτια σημασία; Εσένα τα μάτια σου διψάνε για γνώση. Πάρ’τη, λοιπόν, σ’τη χαρίζω να με θυμάσαι, αν βέβαια τόση ώρα δε λέμε χαζά πράγματα.

Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας ολιγογράφο ποιητή;

Είμαι ολιγογράφος, αν με συγκρίνεις με τον Ρίτσο. Αυτός είχε 20.000 ποιήματα – πω, πω, πω – κάθεται δηλαδή ένα βράδι και φτιάχνει ολόκληρη ποιητική συλλογή. Όλα είναι για πέταμα και το λέω σοβαρά αυτό! Χαίρομαι που δεν τον γνώρισα. Αντίθετα, επειδή αυτός ήταν μάρκα, διέδιδε πολύ καλά λόγια για μένα. Με λάτρευε! Εγώ ωστόσο εκφράστηκα πέντε φορές εναντίον του και δημοσίως κιόλας.

Ο Ρίτσος κι αν έχει μελοποιηθεί!

Και; Τι νόημα έχει; Δε θα ξεχαστεί, βέβαια, γιατί έχει κάποια βάση, αλλά η βάση του είναι κάποια δημοτικά τραγούδια, όπου ”παραγίνεται” το πράγμα. Άσε, δε βαριέσαι, άλλη περίπτωση.

Μου αρέσει που λέτε τα ποιήματα, τραγούδια.

Δεν το κάνω συνειδητά, μου συμβαίνει κατά λάθος μάλλον, αφού στη ζωή μου θεώρησα ότι τα ποιήματα δεν απέχουν από τα τραγούδια. Δεν πρέπει όμως να τα μπερδεύουμε, γιατί το τραγούδι είναι σαφώς υποδεέστερο του ποιήματος. Αν σας πω πόσα ποιήματα έχω γράψει, που είναι το κύριο κομμάτι του εαυτού μου, θα φρίξετε: 289, ούτε 300 δηλαδή, από 15 χρονών! Και πραγματικά είμαι τόσο, μα τόσο ευχαριστημένος, που κυκλοφορούν όλα σε έβδομη έκδοση. Καταλαβαίνετε ότι για να είναι τόσο λίγα ποσοτικά τα ποιήματα μου, οι μεταφράσεις μου, που τις θεωρώ σημαντικές και σπουδαίες, μετά βίας βγάζουν δυο βιβλιαράκια. Στο ένα έχω μεταφρασμένα ποιήματα και στο άλλο, πεζά.

Πόσο χρόνο σας έπαιρνε να γράψετε ένα ποίημα και πόσο να του βάλετε και μουσική;

Επειδή είμαι μερακλής και τιτίζης, μου έπαιρνε πολύ χρόνο.

Τι; Τιτίζης;

Ναι, είναι μια μικρασιατική λέξη που σημαίνει αυτός που νοιάζεται πολύ για το έργο του. Η μάνα μου την έλεγε συχνά αυτή τη λέξη. Όταν ήμουν μικρός τα δημοσιοποιούσα κιόλας τα δικά μου τραγούδια, αλλά δε θέλω πια να τα ακούσω. Με απασχολούν πολύ. Ξέρετε οτι έχω ποίημα που το έχω διορθώσει για 26η φορά;

Φοβερό!

Φοβερό, πραγματικά. Δε θα βγει κάτι απ’ το χέρι μου εύκολα. Είμαι μερακλής! Αυτά τα τρία βιβλία που μού’βγαλε ο Ιανός, δε μπορείς να φανταστείς πόσες φορές τα διόρθωσα. Δεν έχω κανένα σκάρτο ποίημα, γιατί πετάχτηκε! Τώρα σ’ ένα άλλο ποίημα διόρθωσα ενάμισι στίχο. Το ίδιο και στα πεζά μου, που έχουν αρχή, μέση και τέλος.

Θα μπορούσαν να γίνουν σενάρια;

Μού’χουν κάνει προτάσεις πολλοί και αρνήθηκα! Ούτε ν’ ακούσω! Αυτοί οι σεναριογράφοι τα καταστρέφουν όσο δε φαντάζεσαι! Έχω και πολλές μελέτες, πάνω από διακόσιες! Μόνο για τη Θεσσαλονίκη έχω γράψει 53 βιβλία.

289 ποιήματα και 53 βιβλία μόνο για την πόλη σας, είναι δυσανάλογος όγκος.

Αυτός είναι, καλώς ή κακώς, αλλά δεν μετανιώνω.

Τα βιβλία σας πουλάνε πάντα και πολύ, κύριε Χριστιανόπουλε.

Μου λέει ένας φίλος μου ”Τρέχα στον Ιανό, ουρά κάνει ο κόσμος για να πάρει το βιβλίο σου”. Λέω ”Αυτό μην το λες, κόσμος είναι, μπορεί να πάρει όποιο βιβλίο θέλει”. Πήγα, με είδαν οι υπάλληλοι, με φωνάζουν, μου κάνουν ”Όλοι αυτοί στην ουρά είναι για εσάς”!

Ζείτε πολύ λιτά, ωστόσο, σα να μη βγάζετε χρήματα από το έργο σας.

Εδώ και εφτά χρόνια ο Καρατζάς δεν μού’χει δώσει τίποτα και έχει εκδώσει έντεκα βιβλία μου. Εγώ δεν διαμαρτυρήθηκα να πω ”Γιατί με αδικείς;” Αυτός ίσως περίμενε να διαμαρτυρηθώ, αλλά όταν είδε ότι το βούλωσα, ξέσπασε. ”Κοίταξε, Ντίνο” μου είπε, ”πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι σε εκμεταλλεύθηκα αγρίως, αλλά μετάνιωσα και τώρα που μετάνιωσα δεν έχω λεφτά. Σε λίγο καιρό, όμως, θά’χω και ότι σου χρωστώ, θα σ’το δώσω”. Πραγματικά, πρόπερσι, μου έδωσε χίλια ευρώ.

Πάντως είχατε καλή διανομή από τον Ιανό, σας πρόσεξαν πολύ. Κι αυτό που σας είπε ο Καρατζάς έχει μία εντιμότητα.

Μα, ναι. Μου είπε ότι συνολικά μού οφείλει οχτώμισι χιλιάδες ευρώ και ότι το ποσό θα ανέβει, αν συνεχιστεί αυτή η φάμπρικα, διότι οι άνθρωποι μπορεί να βαρεθούν κάποια στιγμή να διαβάζουν τα βιβλία μου. Ξέρεις, έχω 28 εκδόσεις, όλες εξαντλημένες. Είναι συνεπής ο Καρατζάς, μου τα έδωσε τα οχτώμισι χιλιάρικα. Τώρα, πηγαίνω και πληρώνομαι κάθε 1η Φεβρουαρίου. Είμαι ευχαριστημένος. Είμαι και λιτοδίαιτος. Δεν τρώω πολύ, είμαι 73 κιλά και περνώ πολύ ωραία μ’ αυτό το λίγο φαΐ. Οι άλλοι ντερλικώνουν κι εγώ τους παρακολουθώ. Μα, φάε κι άλλο μπατόν σαλέ.

Έφαγα τρία ήδη, πόσα να φάω;

Όχι, φάε, φάε!

Θέλω να μου πείτε, αυτή την αυτάρκεια την είχατε ανέκαθεν;

Φυσικά. Αυτό το ”73 κιλά” δεν το κατάφερα τυχαία. Πάντα έτρωγα λίγο και όταν εγχειρίστηκα πέρασα από πολλές εξετάσεις. Το 2004 ήμουν 76 κιλά. Πέρσι, το ’12 που ξαναζυγίστηκα ήμουν στα 73 κιλά. Έκτοτε, δεν έχω βάλει, ούτε έχω βγάλει. Η τακτική μου γίνεται σκοπίμως σε σχέση με ότι λέγαμε πριν. Δηλαδή προτιμώ να είμαι ο εκμεταλλευόμενος και όχι ο εκμεταλλευτής σαν καταλάβω ότι ο άλλος με εκμεταλλεύεται. Μ’ αυτόν τον τρόπο βγαίνω κερδισμένος, όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο.

Το ίδιο γίνεται και με την ποίηση σας, γράφετε λίγο κι είστε ευχαριστημένος.

Ακριβώς, έχεις πολύ δίκιο! Τέλος πάντων, ας είναι. Λέγε! Παρακάτω!

Τι ”παρακάτω”; Κουβέντα κάνουμε, δεν έχω μπροστά μου ερωτήσεις.

Ναι, βέβαια, ανακριτικές (γέλια). Είσαι ένας εσύ!

(Εκείνη την ώρα μια γάτα εισέρχεται στο χώρο). Πως τη λένε αυτή;

Αυτή είναι η Μιραμάρ! Πιθανώς είναι έγκυος, αλλά στην αρχή της. Πολύ ήρεμη και πολύ γλυκιά. Σε φοβάται εσένα, εμένα μ’ αγαπάει. Μιραμάρ! Της έδωσα ισπανοεβραϊκό όνομα, ο Καθρέφτης της Θάλασσας σημαίνει. Σημαίνει και ”Πεντάμορφη”, γι’αυτό τη βάφτισα έτσι.

Τι διαφορετικό έχουν οι γάτες απ’ τα άλλα πλάσματα;

Ιδέα δεν έχω! Πάντως είναι βολικές σε απίστευτο βαθμό, αν και καμιά φορά βγάζουν νύχια, σε μένα ποτέ πάντως. Είναι τρεις εδώ μέσα, γλυκύτατες και οι τρεις!

Από παιδί είχατε αγάπη στις γάτες;

Από τον καιρό της μαμάς μου. Η μαμά μου αρραβωνιάστηκε το 1919 με τον μπαμπά μου και από τότε απαίτησε να την δεχτεί ο μπαμπάς μου μαζί με τη γάτα της. Τη δέχτηκε! Είχαμε πάντα λοιπόν γάτες και μόνο μεσ’ στην Κατοχή δυστυχώς μας πέθαναν κάποιες. Ο μπαμπάς μου που τις έθαβε με τα χέρια του, μου έλεγε τρομερές ιστορίες. Ξέρεις τι είναι να έχεις ένα ζώο, να το αγαπάς, να το λατρεύεις και να το θάβεις εσύ ο ίδιος;

Η απώλεια ενός ζώου ισοδυναμεί με το θάνατο ενός ανθρώπου;

Δεν ξέρω, δε θέλω να ακουστώ υπερβολικός, άλλο το ζώο, άλλο ο άνθρωπος, τα γατιά αυτά όμως μού ανταποδίδουν την αγάπη. Πάρα πολύ! Αυτή η Μιραμάρ πότε – πότε κοιμάται στο κρεβάτι μου. Τα ταΐζω πολύ, επισης, έχω αφάνταστα πολλές τροφές. Έρχονται μερικοί εδώ που είναι αλλεργικοί και με εκνευρίζουν σε τρομερό βαθμό, οπότε λέω ”Παίρνω τη γάτα να την κλείσω έξω, περιμένετε με” κλπ. Την  άλλη τη γάτα, ασπρόμαυρη, που δεν είναι τόσο όμορφη όσο η Μιραμάρ, τη λέω Μαρία. Αυτή τρώει το βράδι και βγαίνει στο δρόμο, είναι μία του δρόμου, θα λέγαμε (γέλια). Το πρωί επιστρέφει για να ξαναφάει. Το τρίτο είναι τριών χρονών, ένα χρόνο μικρότερο απ’ τη Μιραμάρ και τη Μαρία, και λέγεται Σωτηρούλα. Έχω μάλιστα και μία φίλη, καθηγήτρια Πανεπιστημίου, που λέγεται Σωτηρούλα και είναι ξετρελαμένη, καθώς νόμισε ότι το βάφτισα εξαιτίας της έτσι. Φυσικά δεν το βάφτισα εξ αιτίας της, είναι σύμπτωση. Είτε το γατί, είτε η καθηγήτρια, τα βρίσκουμε καλά μεταξύ μας.

Πως και δεν έχετε αρσενικό γάτο στο σπίτι;

Έχω έξω απ’ την πόρτα μου ακριβώς τρία αρσενικά, τα οποία τις καβαλούνε ανελλιπώς τις δικές μου. Όλο μού γεννάνε μαύρα γατάκια. Η Σωτηρούλα πού’ναι όλη γκρίζα, σπανίως γεννάει. Ο χαρακτήρας πάντως των έξω, των αρσενικών, είναι απίστευτα καλύτερος απ’ αυτωνών εδώ μέσα. Τα θηλυκά είναι λίγο τζαναμπέτικα, όχι σε μένα, αλλά στον κόσμο. Τα ταΐζω πάρα πολύ και τα αρσενικά, πηδάνε στο μπαλκόνι μου που τα βοηθάει και σαν άσκηση σωματική με το ενάμισι μέτρο ύψος που έχει απ’ τη γη. Τι να σου λέω, κάθονται τρομερά πειθήνια, σχεδόν τα χαϊδεύω, όποτε βέβαια δεν έχουν να κάνουν τη δουλειά τους με τις ”κοπέλες”. Μα, φά’τα, βρε παιδί μου, τα μπατόν σαλέ!

Μα, τρώω, δύο μείνανε!

Ξέρεις γιατί σ’το λέω; Άμα βγούμε έξω, θα ορμήξει αυτή και θα τα φάει!

Υπάρχει γάτα που τρώει μπατόν σαλέ; Θέλω να το δω αυτό!

Μην τη βλέπεις λιγνή. Τρώει πολύ και δε θέλω αυτά που τά’χω για τους φίλους μου και που δίνω ένα σωρό λεφτά για να τα πάρω, να μου τα τρων τα χαϊβάνια.

Έχετε μεγάλη πλάκα, κύριε Χριστιανόπουλε!

Δεν το λέω από τσιγγουνιά, αλλά τα μισοτρώνε και μετά μού γεμίζουν ψίχουλα. Και πως να καθαρίσω; Έχω γυναίκα που έρχεται μια φορά τη βδομάδα, αλλά αυτές εδώ, παρόλο που τις τάισα το πρωί, κοιτάνε πότε θα βγω έξω για να ορμήξουν να φάνε κι άλλο!

Πως εξηγείτε το γεγονός ότι κάθε ατάκα σας κάνει πάταγο από τα ΜΜΕ; Γίνεται, λοιπόν, από ανθρώπους που γνωρίζουν τι εστί ποιητής Χριστιανόπουλος ή απλά γουστάρουν την περσόνα σας;

Πριν καταργηθεί η ΕΡΤ, αυτές που αναλάμβαναν τις συνεντεύξεις, ήταν πάρα πολύ καλλιεργημένες. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά άκουγαν διάφορα από μένα που δεν τα ήξεραν και, προπάντων, μελέτησαν μετά τα ποιήματα μου. Μία, η Φλέσσα, μου έλεγε ότι διάβαζε επί δεκαπέντε μέρες τα ποιήματα μου για να με μάθει. Άκου τώρα! Αυτά σε δυο μέρες τά’χεις διαβάσει, το πολύ! Φαίνεται ότι υπάρχει και μια τάση να τα ξέρουν κι απ’ έξω! Τον Αναστάσιο, τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας, τον γνωρίζετε;

Ναι.

Αυτός μου λέει ”Όχι απλά διαβάζω τα ποιήματα σας, τα ξέρω απ’ έξω”. Μου είπε, πράγματι, πέντε – έξι απ’ έξω και μού’κανε σπουδαία εντύπωση. Πρέπει να σου πω ότι, μεταξύ των άλλων, διαπρέπω και στους Αρχιεπίσκοπους. Το φαντάζεσαι; Πως συνέβη αυτό; Αλλά συνέβη! Πρώτο – πρώτο έχω τον Πατριάρχη, ο οποίος είναι στενός φίλος μου, αφότου ζήτησε να με γνωρίσει. Λέω ”Κοιτάξτε, εγώ δεν πρόκειται να πατήσω ποτέ στην Κωνσταντινούπολη, επομένως δε θα με δείτε ποτέ”. ”Μα”, λέει, ”μπορώ να’ρθώ κι εγώ”. Και ήρθε, βγήκαμε φωτογραφία βέβαια,εγώ είχα μία μικρή επιφύλαξη και κακώς, διότι πρόκειται για έναν απίθανα εξαιρετικό άνθρωπο. Είχα κι έναν άλλο φίλο, ο οποίος έγινε ξαφνικά Αρχιεπίσκοπος Αμερικής. Είναι ο περίφημος Δημήτριος Τρακατέλλης. Σπουδαίος, ήμασταν φίλοι από μωρά, από το δημοτικό. Κι αυτός με λατρεύει!

Σας κάλεσε, φαντάζομαι, να πάτε στην Αμερική.

Α, ναι, αλλά τού’πα ότι δεν πάω! Πριν απ’ αυτόν με κάλεσε ο διοικητής του Καναδά. Διοικητής λέγεται γιατί διοικεί δύο κομμάτια του Καναδά, το γαλλόφωνο και το αγγλόφωνο. Επειδή εκεί μεταφράστηκαν τα διηγήματα μου κι έκαναν πάταγο, αυτός ζήτησε να με γνωρίσει προσωπικά. Ε, υπάρχει κι ένα τηλέφωνο, γνωριστήκαμε, ούτε κρύο, ούτε βροχή…Και ξαφνικά παίρνω πρόσκληση για τον Καναδά να είμαι προσωπικά φιλοξενούμενος του. Του είπα ”Σας εκτιμώ, αλλά θέλω να σας πω μερικά πράγματα. Δε μπαίνω σε αεροπλάνο ποτέ! Ούτε και σε πλοίο! Κι επειδή η πρόσκληση αυτή είναι πάρα πολύ σοβαρή, σας παρακαλώ να με καταλάβετε γιατί δε μπορώ να έρθω στον Καναδά”. Το δέχτηκε κι έτσι γλίτωσα και δεν πήγα!

Τι θα μπορούσε να κάνει άλλωστε;

Μα πολλοί δε σε πιστεύουν. Σου λέει ”δε μπορεί να μπει σε αεροπλάνο;” Ναι, σε αεροπλάνο! Δε μπήκα ποτέ κι ούτε θα μπω!

Είστε αντιταξιδιωτικός άνθρωπος, γνωστό.

Ναι, έχω δώσει και ολόκληρη συνέντευξη γι’ αυτό το ζήτημα.

Ο Σωκράτης έκανε καλά που αντί να πάει στη Λάρισα, προτίμησε να πιεί το κώνιο;

Γούστο έχεις! Ο Σωκράτης ήταν Σωκράτης! Είμαι σαν κι αυτόν κι εγώ οπαδός της ασάλευτης ζωής. Όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Παλαμάς! Και γιατί έπρεπε να πάω στον Καναδά; Και στο σπίτι μου καλά περνάω. Ούτε γι’ αστείο!

Ούτε ως νέος σας άρεσαν τα ταξίδια;

Το μεγαλύτερο μου ταξίδι ήταν όταν πήγα στο Άγιον Όρος το 1959 για δεκατρείς μέρες. Τώρα δέχονται μόνο δυο μέρες κι έχουν δίκιο, αφού πάνε οι τουρίστες και τους ταλαιπωρούν. Καλόγερος σημαίνει βγήκα σε μια μπάντα να ησυχάσω.

Πείτε μου για το Άγιον Όρος. Η ζωή εκεί δεν είναι τόσο αγνή όσο λένε.

Έμεινα σε πολλά μοναστήρια και είδα ότι, όντως, η ζωή δεν είναι τόσο αγνή. Δεν ξέρω, υπάρχουν αμαρτίες σε κυκλοφορία μεταξύ των καλογέρων. Δε ντρέπομαι να το πω, βρήκα και το βιβλίο κάποιου ηγουμένου, ο οποίος λέει τα εξής: ”Οι καλόγεροι είναι όλοι υποκριτές, δυστυχώς. Δε βρήκα ούτε έναν καλόγερο που να μην είναι υποκριτής. Μία εξαίρεση υπάρχει και δεν είναι καλόγερος. Ένας ποιητής από τη Θεσσαλονίκη είναι”! Δεν είπε βέβαια το όνομα μου. Για να είμαι ακριβής, όταν πήγα στο Άγιον Όρος έφριξα.

Λογικό δεν είναι, όμως, όταν συμβιώνουν τόσοι άνθρωποι να υποκύπτουν στην αμαρτία;

Λογικότατο, γι’αυτό υπάρχει και η κατηγορία των ασκητών που ζουν ολομόναχοι στις σπηλιές. Με χίλια ζόρια γνώρισα έναν μόνο. Αυτοί κάνουν τρομερά πράγματα. Θέλουν βέβαια και να καυλώσουν, τι να κάνουν, παίρνει και δίνει αυτή η ιστορία.

Είχα ένα φίλο κάποτε και μού’λεγε για τον αδερφό του. Βασανιζόταν από το τεράστιο πέος του και κατέληξε Αγιορείτης μοναχός, καθώς δε μπορούσε να ευχαριστήσει ούτε άλλο ον, ούτε τον εαυτό του. Δεν αγγιζόταν, λέει, για να μην του σηκώνεται και «τελείωνε» εκεί που καθόταν, από μόνος του…

Τι μου λέτε! Θλιβερό! Δεν είναι φυσιολογικό αυτό, πρέπει να την έχεις κανονική. Όταν δεν την έχεις κανονική, καταντά τραγωδία. Έχω γνωρίσει και έναν πολιτικό, του οποίου δεν του έπεφτε, είχε αυτό, πώς το λένε…

Πριαπισμό!

Πριαπισμό, μπράβο! Το είχα ξεχάσει. Πήγαινε, λοιπόν, σε μια επίσκεψη και η τσουτσού ήταν τεντωμένη κάτω από το παντελόνι του. Το φαντάζεσαι; Φοβερό, φοβερό! Τραγωδία! Στο Βατοπέδι είχα δει μια επιγραφή με τεράστια γράμματα – δε θα το πιστέψεις – ”Κώστα, Κώστα, όλα χώστα”! Το αφήνανε εκεί να ξεφτίζει, αλλά δεν το σβήνανε, για να το βλέπουν να χαίρονται. Πάω κι εγώ κοντά κι από κάτω βλέπω με μικρότερα γράμματα: ”Δεν τα δίνω, δεν τα δίνω, μα τον Άγιο Κωνσταντίνο”!

(έχουμε σκάσει στα γέλια) Αυτά μόνο στην Ελλάδα γίνονται! Αναρωτιέμαι αν κι αυτό όλο έχει να κάνει με το ελληνικό χιούμορ.

Μα ότι και νά’ναι, χιούμορ είναι, βέβαια. Σ’ αυτή την τόσο ιεροπρεπή μονή – μπα, τι ιεροπρεπή; Χάλια είναι – είδα πολλά τέτοια! Σου είπα όμως για τρεις Πατριάρχες, υπάρχει κι ο τέταρτος, της Αυστραλίας. Δε θυμάμαι πως λέγεται. Ελεεινό υποκείμενο και δεν έχω καλές σχέσεις, αλλά παραδόξως με θαυμάζει. Πρόπερσι, που το Πανεπιστήμιο με ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα κι εγώ δεν ήθελα, πήγα και τι μου λένε; ”Ήδη έχουμε τρίτο τηλεγράφημα από Αυστραλία που σας καλεί ο Αρχιεπίσκοπος”. Εγώ, ξέρετε, ήμουν στενός φίλος με τον Πεντζίκη κι αυτόν τον λάτρευε ο Πεντζίκης και μάλιστα είχε γράψει κι ένα βιβλίο 400 σελίδων για τα ποιήματα του Αρχιεπισκόπου. Ήταν και ψευτοποιητής κοντά στα άλλα! Γι’ αυτόν τον άνθρωπο μαλώσαμε πολύ με τον Πεντζίκη. Αυτό είχε συνέχεια, όμως, καθώς τα τηλεγραφήματα συνεχίζονταν με μένα.

Πως γίνεται να είσαι αρεστός σε κάποιον που δε συμπαθείς;

Φοβερό. Συμβαίνει. Απάντησα μ’ ένα τυπικό ευχαριστήριο γράμμα και μετά τίποτα άλλο. Αυτός εξακολούθησε να στέλνει τηλεγραφήματα, αλλά εγώ τίποτα!

Θυμάμαι, κύριε Χριστιανόπουλε, εκείνη τη διαβόητη άκρως αναρχική δήλωση σας: ”Σκεφτείτε πού έχει φτάσει ο ελληνικός πολιτισμός για να θεωρούμαστε καλοί ποιητές η Δημουλά κι εγώ”, κάπως έτσι τό’χατε πει.

Αναρχική τη βρίσκεις;

Ε, δεν είναι; Βάλατε και τον εαυτό σας μέσα για να πείτε ότι είχατε να πείτε για τη Δημουλά.

Ξέρεις τι παίρνει η Δημουλά, που δε θέλει ούτε να με δει; 9.000 ευρώ το μήνα, εκεί που 10.000 ευρώ παίρνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αυτοί είναι οι μισθοί των ακαδημαϊκών. Δε ντρέπεται να τα εισπράττει…

Τι σας κόφτει; Εσείς δηλώσατε αυτάρκης άνθρωπος.

Γενικολογώ τώρα. Κι αυτή η δήλωση της Δημουλά με τα παγκάκια δεν ήταν απλά εμετική, ήταν σιχαμερά πρόστυχη! Έχουμε μεγάλο χάος με τη Δημουλά, γιατί δεν ταιριάζουμε σαν τεχνοτροπίες. Αυτή γράφει εξυπνάδες κι εγώ είμαι πολέμιος της εξυπνάδας. Εγώ γράφω κάτι που νά’χει νόημα, αυτή θέλει να πει μια εξυπνάδα για να εντυπωσιάσει. Ήξερα και τον άντρα της που πέθανε, τον Άθω Δημουλά…Τέλος πάντων…

Με αφορμή εκείνη την ατυχή δήλωση της Δημουλά, τι άποψη έχετε για τους μετανάστες που γέμισαν τις ελληνικές πόλεις;

Δεν έχω πρόβλημα. Εδώ έχουμε πολλούς Αλβανούς. Είναι ευγενικοί και εξυπηρετικοί σαν τους χρειαστεί κάποιος.

Αν όμως πέφτατε θύμα ληστείας, θα βγαίνατε να κατηγορήσετε δημοσίως τους ξένους;

Συνέβη αυτό: Είχα πάει σε μια συναυλία κλασικής μουσικής και γυρνώντας είδα αστυνόμους έξω απ’ την πόρτα μου. ”Τι συμβαίνει;” ρωτάω, ”Σας λήστεψαν” μου απαντάνε. Μπαίνουμε μέσα και τι να δούμε; Όλο το σπίτι ανάστατο! Άνω – κάτω η κρεβατοκάμαρα μπας κι έβρισκαν τίποτα λεφτά κάτω απ’ το στρώμα. Βέβαια κι εγώ δεν ήμουν βλάκας, δεν βρήκαν φράγκο! Είχα κρύψει λίγα λεφτά στις βιβλιοθήκες μου, 63 τον αριθμό. Τώρα έχω μόνο 69! Ατάραχος, λοιπόν, εγώ, ενώ ο αστυνόμος δίπλα μου έτρεμε. Δε λέω ότι με λήστεψαν μετανάστες, ούτε ποτέ είπα τίποτα απολύτως, αλλά στην πολυκατοικία ήταν σίγουροι: ”Αλβανοί το κάνανε”. Όλοι! Θαρρείς και ήταν συνεννοημένοι κατά των Αλβανών. Τι να πω, βλέπω έξαρση ρατσισμού, αν και δεν είναι τωρινό φρούτο αυτό. Ως Έλληνες είμαστε δύσπιστοι ως προς καθετί μη ελληνικό. Αγαπώ τους Έλληνες μόνο και μόνο γιατί είναι Έλληνες, από κει και πέρα δεν με ενδιαφέρουν.

Ναι, αλλά πάνω σε τέτοια γεγονότα πάτησε η Χρυσή Αυγή και σήμερα πάει για τρίτο κόμμα.

Αυτοί δεν είναι απλά ανθέλληνες, είναι φαρδιές κουράδες! Δεν έχω γνωρίσει κανέναν τους, πέραν αυτών στην πολυκατοικία μου που έσπευσαν να πουν ότι με έκλεψαν σώνει και καλά Αλβανοί. Δυστυχώς! Εδώ όλοι είναι λεφτάδες, είναι ακριβά τα ενοίκια εδώ και τρώγονται με τα ρούχα τους, τους φταίνε τα πάντα και, πρώτα-πρώτα, τους φταίνε οι ξένοι. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι Έλληνες μέχρι το ’41 ήταν καλύτεροι, μέχρι την περίοδο δηλαδή του Μεταξά, όπου όλα πήγαν με ρυθμό προς το χειρότερο. Μέχρι σήμερα συνεχίζεται αυτός ο ρυθμός.

Καμία αναλαμπή δεν είδατε στη νεότερη ιστορία από το ’41 και μετά;

Πρόσεξε να δεις. Ο μόνος πολιτικός που κάπως ήταν υποφερτός, ήταν ο Καραμανλής, όσο κι αν σου φαίνεται αστείο. Από τότε το πράγμα χειροτέρεψε. Ο δεύτερος Καραμανλής, ο νεότερος, τον οποίο γνώρισα, ήταν φρικτός, ανύπαρκτος. Αυτοί οι ανύπαρκτοι πάλι είναι πιο υποφερτοί από τους τωρινούς, όπως τον Βενιζέλο που δεν έχει καμία σχέση με τον παλιό Βενιζέλο. Φρίκη κι αυτή η οικογένεια Παπανδρέου, όλοι τους! Έτυχε να γνωρίσω και τους τρεις: Και τον Γέρο, και τον Ανδρέα, και τον Γιωργάκη. Εξαιρουμένου του Γιωργάκη, που είναι γελοίο πρόσωπο, ούτε καν σοβαρός, σκέψου τι ήταν οι υπόλοιποι και κυρίως ο μεγαλογαμιάς ο Ανδρέας. Σιγά τι έκανε! Έβρισκε τρύπες και την έχωνε!

Σχολιάστε μου και τους αριστερούς, τον Κύρκο, τον Φλωράκη, την Παπαρήγα.

Ο Κύρκος, φίλος μου, αλήθεια είναι πως είναι από τους πιο σεμνούς ανθρώπους. Επιπλέον αγαπάει σε αφάνταστο βαθμό τις γάτες. Και μια φορά τον είδα να κλαίει. Σκέψου, πολιτικός και να κλαίει! Στην Παπαρήγα εκτιμώ τη σταθερότητα του λόγου της. Τώρα ποιοί είναι οι διάδοχοι τους, δεν ξέρω, μη με ρωτάς.

Πάντως για τον Τσίπρα λέγεται ότι θά’ναι ο επόμενος Πρωθυπουργός.

Δεν τον ξέρω, αλλά μου φαίνεται χαμένο υποκείμενο. Δεν μου αρέσει, είναι ευμετάβολος, τη μια λέει το ένα, την άλλη το άλλο, δεν έχει σταθερότητα όπως η Παπαρήγα.

Κι εσείς, όμως, είστε η προσωποποίηση του ευμετάβολου. Είχατε κράξει με επιστολή τη συχωρεμένη την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και μόλις σας επιτέθηκαν οι συγγενείς της, το μαζέψατε με δημόσια συγγνώμη.

Ευκαιρία να της τα ξανασούρω από δω: Η Παπαγιαννοπούλου ήταν ελεεινή, πουλιόταν ολόκληρη για ένα φράγκο. Όχι απλώς φιλοχρήματη, κάτι χειρότερο. Ευτυχώς δεν μετάνιωσα που την έβρισα και αν ζήτησα συγγνώμη από τον εγγονό, ήταν μια πράξη διπλωματική. Ήθελα να μη δυσαρεστήσω ένα νέο παιδί. Πάντως, με ξέρετε καλά τελικά εσείς νεαρέ, αναθεωρώ συχνά ό,τι λέω. Τρεις φορές έχω ζητήσει συγγνώμη για τον Μίκη Θεοδωράκη. Αυτός, επειδή ήταν και πολιτικός, πέντε φορές είπε για μένα καταπληκτικά πράγματα. Για κάτσε, ποιος είσαι εσύ; Ξέρεις από ποίηση; Ξέρεις από Χριστιανόπουλο; Συγγνώμη έχω ζητήσει και από πάρα πολλούς λογοτέχνες, γιατί τους είχα βρίσει. Κάνω κάτι τέτοια, αλλά στο κάτω – κάτω εγώ δεν είμαι πολιτικός.

Και στην προσωπική ζωή σας έτσι είστε;

Δεν έχω προσωπική ζωή εγώ.

Δεν έχετε φίλους; Κόσμος σας λατρεύει.

Αυτό είναι άλλη ιστορία. Συγγνώμη έχω ζητήσει από κάποια μεγάλα πρόσωπα. Δεν είμαι όμως εύκολος άνθρωπος, πρέπει να πειστώ από τον άλλον για να ”αλλάξω”.

Είναι αιρετικό κάπως αυτό.

Αιρετικό δεν είναι, πιο πολύ αναρχικό είναι.

Τώρα που είπατε ”αναρχικό”, αναρωτιέμαι αν σας άρεσε η ποίηση της Κατερίνας Γώγου, που πολεμήθηκε αρκετά από την ποιητική καθεστηκυία τάξη.

Την ξέρω την Κατερίνα Γώγου, την ποίηση της εννοώ. Έχω διαβάσει δύο – τρία πράγματα δικά της, αλλά δεν μου είπαν τίποτα. Θα έλεγα ότι η Γώγου είναι πολύ σπουδαιότερη – για φαντάσου – απ’ άλλες κι άλλες που μας κάθισαν στο σβέρκο ως σοβαρές ποιήτριες.

Απολαμβάνετε την παρέα των ανθρώπων ή τους βαριέστε;

Όχι, τους απολαμβάνω και τους εξυπηρετώ κιόλας. Ένας που δεν τον εξυπηρέτησα και δεν τον συνάντησα ποτέ, αλλά μου έφεραν το βιβλίο του και μου άρεσε, ήταν ένας ηθοποιός με εβραϊκό όνομα. Γνωστός…

Ποιον λέτε;

Στάσου να θυμηθώ…Τον Αλμπέρτο Εσκενάζυ! Αυτός έγραψε ένα σπουδαίο βιβλίο για τη Θεσσαλονίκη, ιστορικό θα το χαρακτήριζα, γνωρίζοντας καλά τι τράβηξαν εδώ οι Εβραίοι. Μπορείς να φανταστείς ότι δεν τον έχω δει ποτέ μου; Κι εγώ σπάνια να μιλήσω για βιβλία άλλων, αν οι ίδιοι δεν θελήσουν να ζητήσουν τη γνωριμιά μου. Χθες, ας πούμε, ήρθε ένας και μου είπε: ”Έχω γράψει ένα βιβλίο. Διάβασε το, σε παρακαλώ, τουλάχιστον να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη”. Του είπα ”Θα το διαβάσω προσεχτικά και θα σου διορθώσω όχι μόνο τα ορθογραφικά, αλλά και τα συντακτικά λάθη”. Τρεις μέρες ήθελα να διορθώσω το βιβλιαράκι ενός ανθρώπου που δεν τον ήξερα.

Ξέρετε τι συμβαίνει με εσάς, κύριε Χριστιανόπουλε; Ενώ στο ”Εναντίον”, το περίφημο κείμενο σας από το 1979, λέτε ”Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε”, στην κουβέντα που κάνουμε τόση ώρα νιώθω το αντίθετο: Περιαυτολογείτε και καμαρώνετε για τα έργα σας σα να είστε εσείς και κανένας άλλος.

Θέλετε δηλαδή να κάνουμε μία κουβέντα που θα ακουστούν συνηθισμένα πράγματα; Με το ίδιο ποίημα αρνήθηκα το Μεγάλο Βραβείο των Γραμμάτων, όπως θα ξέρετε.

Άρα πρόκληση για την πρόκληση; Τα πιστεύετε όσα λέτε για τους άλλους;

Φυσικά και τα πιστεύω. Αν εσείς με βρίσκετε απλά προκλητικό, έχετε χάσει. Το ίδιο προκλητικός είσαι κι εσύ, όμως, που με ρωτάς με τέτοια άνεση κι εγώ κάθομαι και σου απαντώ. Θα σου ζητούσα ωστόσο να κόψεις τις φράσεις – μπουρλότα που έχω ήδη πει για πολύ κόσμο από το σινάφι.

Δεν θα το κάνω, σας το λέω από τώρα για νά’μαστε ξηγημένοι. Κατά πρώτον, δε θα σας λογόκρινα ποτέ, κατά δεύτερον δεν έχω ιδέα κι εγώ που και πότε θα δημοσιευθεί η συνέντευξη αυτή.

Καλά τότε, το κρίμα στο λαιμό σου (γέλια). Θα σου απαντούσα με ρήση του Ευαγγελίου, αλλά δεν ξέρω αν θα σου ”πήγαινε”. Τη λογοκρισία την έχω υποστεί από νέος και την έχω αντέξει. Είναι του χαρακτήρα μου μάλλον να μη ”μαζεύομαι”. Όσο θα μπορούσα να είμαι θυμωμένος με τις ερωτήσεις σου, άλλο τόσο θα μπορούσες κι εσύ να έχεις θυμώσει με τις απαντήσεις μου. Το ξεπεράσαμε αυτό και η κουβέντα μάς πηγαίνει…

Στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα…

Ε, ακριβώς…

Βλέπω εδώ είστε τίγκα στις ποιητικές συλλογές με αφιερώσεις. Τις διαβάζετε όλες;

Πολλές απ’ αυτές, που δεν έχουν αφιέρωση, δεν τις διαβάζω. Χρειάζεται μια ισορροπία. Τελευταία μου ήρθε ένας, ενοχλητικά φλύαρος. Στο τέλος μου κάνει ”Θέλω να σας χαρίσω το μοναδικό βιβλίο που έγραψα στη ζωή μου”. Γέρος, πάνω από 80 ετών. Λέω ”Σοβαρά; Βγάλατε βιβλιο; Θα μου γράψετε αφιέρωση;” Μου έγραψε και τον ξαπέστειλα. Είχα την εντύπωση πως επρόκειτο για ένα φαιδρό πρόσωπο. Μου άφησε λοιπόν ένα βιβλίο – μπαούλο μόνο εξακοσίων πυκνοτυπωμένων σελίδων. Ήταν με την ιστορία της Αθήνας κι εγώ πολλές αγάπες με την Αθήνα δεν έχω. Είπα, όμως, ”ας ρίξω ένα βλέφαρο να δω τι έγραψε ο απίθανος αυτός τύπος”. Να μη σου τα πολυλογώ, από τις τρεις σελίδες που διάβασα, ήταν ένα εξαιρετικό βιβλίο. Το διάβασα ολόκληρο και με κέρδιζε από σελίδα σε σελίδα! Απίθανα ωραίο και συγκεντρωτικό! Του βγάζω το καπέλο παρά την πρώτη άσχημη εντύπωση του ιδίου. Τώρα, μάλιστα, του ετοιμάζω και ένα γράμμα απόλυτα επαινετικό.

”Κόβετε” κάποιον από εμφάνιση αν θά’ναι καλός ή κακός λογοτέχνης;

Δε μπορώ να ξέρω. Να, αυτός, άλλο ήταν και άλλο απεδείχθη. Φαντάσου, εξαγόρασε με τραπέζωμα την ”ψήφο” μου. Ήταν τόσο γελοίος που νόμισε πως με το να με ταΐσει παϊδάκια, θα τον ”φτιάξω” κιόλας. Εγώ όμως έφαγα τα παϊδάκια, έφαγα και το βιβλίο και, πράγματι, δεν έπεσα έξω. Ήταν σπουδαίος! Σού’χω όμως και πέμπτο Αρχιεπίσκοπο στην κουβέντα μας! Μπορείς να βάλεις με το νου σου κανέναν Αρχιεπίσκοπο;

Τόσοι είναι…

Σλαβομακεδόνας, απ’ τα Σκόπια, ενώ οι Σκοπιανοί νιώθουν μεγάλη έχθρα και για τους Έλληνες και για τους Σέρβους. Τον έπιασαν και τον φυλάκισαν, αλλά επειδή είναι τσιράκια των Αμερικλάνων, πήραν εντολή να τον αφήσουν. Αυτός μόλις βγήκε, έκανε δηλώσεις εναντίον των Σκοπίων, οπότε τον ξαναπιάσαν για δεύτερη φορά και τον σπάσαν στο ξύλο. Οι Αμερικλάνοι είπαν πάλι να τον ελευθερώσουν κι αυτοί απάντησαν ότι θα ψοφήσει στη φυλακή αυτή τη φορά! Ε, λοιπόν, αυτός ήταν ο μόνος τύπος που δε θα περίμενα ποτέ να γνωρίσω. Με βρίσκει μια μέρα ένας μυξοκακόμοιρος και μου λέει ότι είναι εκπρόσωπος του Πατριάρχη Σλαβομακεδονίας. ”Τι σχέση έχω εγω;” ρώτησα. ”Σας λατρεύει, πίνει νερό στο όνομα σας. Εκείνος με έστειλε σε εσάς για να σας το πω”. Ήθελε επίσης το δικό μου Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο με αφιέρωση μου. Άκου πράγματα! Επί 45 χρόνια μετέφραζα το Ευαγγέλιο αυτό. Αστεία – αστεία, χωρίς να κουνήσω το χεράκι μου, έβαλα στο χέρι πέντε Αρχιεπίσκοπους. Με τον Χριστόδουλο, δόξα τω θεώ, δεν είχα παρτίδες, δεν μ’ άρεσε για πολλά που έκανε. Κάθε μέρα έβαζε άλλα άμφια. Τι ήτανε; Σουρπουίτσα;

Στην αρχή μου είπατε πως δε βλέπετε σινεμά. Πώς κι έτσι;

Έβλεπα καμιά ταινία συμπτωματικά. Η μητέρα μου, ας πούμε, λάτρευε τον Βέγγο. Εξ αιτίας της είδα πέντε – έξι έργα του Βέγγου. Τον θεωρώ παρατρεγμένο και λαϊκιστή, αν κι έχει και μερικά έξυπνα. Θυμάμαι ένα που μύριζε τις εξατμίσεις ενός αυτοκινήτου. Κάτι τέτοια αστεία βλέπεις συχνά στον Βέγγο.

Ο Βέγγος ήταν σουρεαλιστής κι εσείς δεν είχατε καμία σχέση με τον σουρεαλισμό.

Καμία, καμία, κι έχω μαλώσει εκατοντάδες φορές!

”Του κώλου τα εννιάμερα” είχατε χαρακτηρίσει τον σουρεαλισμό.

Ακριβώς και είχα μαλώσει έως και με τον καθηγητή μου, τον Λίνο Πολίτη. Του είπα ”Μη μου πείτε κουβέντα για τον Εμπειρίκο”. Δε θέλω να τον ακούσω αυτόν, ενώ βρίσκω συμπαθέστατο τον Εγγονόπουλο. Ο Εμπειρίκος, για μένα τουλάχιστον, ήταν φρικτός και υπερεκτιμημένος. Εξ αιτίας του, είχα να μιλήσω 18 χρόνια με τον Πολίτη. Δεν μου αρέσει ο σουρεαλισμός, ένα ωραίο ποίημα γεννιέται κι απ’ τη λογική, αν ο ποιητής είναι καλός.

Δεν έχει ανάγκη ο ποιητής το όνειρο, λέτε.

Τίποτα, τίποτα, αυτά είναι χαζά. Ο Εμπειρίκος όλο τέτοια χαζά έγραφε. Όχι μόνο δεν τον διάβαζα, αλλά αν τον είχα γνωρίσει, θα του τά’λεγα.

Εκτιμάτε όμως τον Νίκο Καββαδία.

Πάρα πολύ! Έχω γράψει και ολόκληρο βιβλίο, το οποίο έκανε μεγάλη εντύπωση. Όποτε ερχόταν εδώ, συναντιόμασταν, είχαμε και μεγάλη αλληλογραφία. Μας ενώνει και ένα θλιβερό περιστατικό: Αυτός λαχταρούσε να βγούμε μαζί μία φωτογραφία. Πήγαμε στην παλιά παραλία, όπου υπήρχαν διάφοροι φωτογράφοι του κώλου, μα εκείνη τη μέρα κανέναν δεν είδαμε παραδόξως. Κάναμε κύκλους, βόλτες, τίποτα. Απελπίστηκε. ”Δυστυχώς πρέπει να γυρίσω στο καράβι” μου είπε και λίγο αργότερα πέθανε. Κι έτσι δεν έχω καμία φωτογραφία με τον Καββαδία. Έχω γύρω στις 6000 φωτογραφίες και καμία με τον Χατζιδάκι, αν σε ενδιαφέρει.

Πείτε μου κάτι άλλο, κύριε Χριστιανόπουλε. Κάποτε, σε ένα πέρασμα σας από την Αθήνα, στις αρχές του 1960, σας έγινε ένα αφιέρωμα. Παρόντες ήταν ο Λειβαδίτης, ο Μάριος Χάκκας και μία φίλη μου, η οποία σπούδαζε ηθοποιός στου Κουν τότε. Σας θυμάται, μου έλεγε, να την δείχνετε ως τη μόνη γυναίκα της παρέας και να λέτε στους άλλους: ”Αυτό το γυαλικό τι το θέλουμε;” Μέχρι σήμερα που πηγαίνει στα 70 της, δεν έχει ξεπεράσει το σοκ που υπέστη, από έναν ποιητή που αγαπούσε ιδιαιτέρως. Παραμένετε ακόμη τόσο μισογύνης;

Κοιτάξτε, ναι, τα λέω κάτι τέτοια…Για να την πω βέβαια ”γυαλικό” σημαίνει πως θα ήταν ωραίο κορίτσι κι εύχομαι να παραμένει έτσι και στα 70 της. Δεν με ενδιέφεραν ποτέ οι γυναίκες, αυτές μ’ αγαπούν πολύ και δεν ξέρω γιατί.

Πως θα ήταν ένας κόσμος χωρίς γυναίκες;

Δεν θα είχε καμία διαφορά. Κάποιον θα έβρισκα πάλι να μην τον ανέχομαι και να μη με ανέχεται.

Μιλάτε λόγω σεξουαλικής επιλογής;

Όχι, μια τέτοια πορεία είναι μοναχική ούτως ή άλλως, υπήρχαν – δεν υπήρχαν γυναίκες γύρω μου.

Και η φιγούρα της μάνας; Μιλάτε με τρυφερότητα γι’αυτήν στο ποίημα ”Τύψεις” που μελοποίησε και τραγούδησε ο Χατζιδάκις.

Η μάνα του καθενός είναι ιερό πράγμα για κάθε άνθρωπο και αδιάφορο για τους γύρω του. Το ποίημα αυτό περιγράφει τη νεανική ενοχή μου όταν γύριζα σπίτι από τα νυχτοπερπατήματα και εκείνη έκανε πως δεν ξέρει ή όντως δεν ήξερε τίποτα. Εσείς το βρίσκετε τρυφερό, εγώ θα το έλεγα πολύ σκληρό ποίημα μέσα στην αναφορά του σε μένα τον ίδιο. Έτσι γράφονται τα ποιήματα όμως…

Γιατί μου απευθύνεστε μια στον πληθυντικό και μια στον ενικό;

Δεν έχω ιδέα, εσύ θα το προξενείς αυτό. Τα έφαγες αυτά; (γέλια)

Τα έφαγα, τα έφαγα!

Άντε, ώρα να πηγαίνεις τότε…

Σας κούρασα, ε;

Όχι, δεν με κούρασες καθόλου, απλούστατα έχω πολλές δουλειές.

Να σας στείλω με μέιλ τη συνέντευξη να τη δείτε;

Ούτε μέιλ, ούτε γαμέιλ. Στείλτη με ένα φαξ να τη διαβάσω. Άκου μέιλ…

Ξέρετε ότι μια φορά είπα σε μία τραγουδίστρια ότι θα της στείλω τη συνέντευξη με μέιλ κι αυτή άκουσε μέλι και μού’πε ”Τι μέλι, αγόρι μου, να μου στείλεις; Στο χωριό μου ξέρεις τι μέλια έχουμε;”

(έχει σκάσει στα γέλια) Γι’ αυτό σου λέω, ούτε μέλια, ούτε γαμέλια. Στείλε ένα φαξ που τό’χω πιο εύκολο.

Φωτογραφία θα βγάλουμε;

Γιατί όχι; Ξέρεις πόσοι έρχονται εδώ; Τους κρατάω μισή ώρα και τους διώχνω. Όλοι μου ζητάνε να μιλήσουμε για την ομοφυλοφιλία. Δεν έχω πρόβλημα, τα λέω ακόμα και από μικρόφωνο. Οι άνθρωποι όμως είναι ”χαλασμένοι”, δεν τους νοιάζει τίποτε άλλο πέραν φτηνιάρικων και χιλιοειπωμένων κλισέ. Εσένα σε κράτησα σχεδόν τρεις ώρες εδώ (σ.σ. του δείχνω τη φωτογραφία από το κινητό μου) Ωραίος είσαι εσύ, εγώ είμαι ξινάλευρος. Κοίτα να μη βγουν κομμένα τα πρόσωπα μας μόνο!

Πηγή: koutipandoras

Πολυμέσα

Τελευταία τροποποίηση στιςΠαρασκευή, 12 Αυγούστου 2022 10:43

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.