ενημέρωση 7:25, 9 October, 2025

Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης: Και πάλι ο κύριος Θεόδωρος

Εδώ και κάμποσο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” (εκδ. Ερατώ, 1995, εξαντλημένο), που είναι μια βιογραφία του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου (1903-1977), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει ‘βάρος της γης’). Η σημερινή συνέχεια, που κατ’ εξαίρεση δημοσιεύεται Τετάρτη επειδή χτες ήταν πρώτη του μηνός και είχαμε το μηνολόγιο, είναι η δέκατη ένατη.  Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ.

Βρισκόμαστε στα 1934, όταν ο παππούς μου, ο ποιητής Άχθος Αρούρης, έχει παραιτηθεί από την Εμπορική Τράπεζα για να ανοίξει επινικελωτήριο μαζί με δυο από τ’ αδέλφια του. Στη σημερινή συνέχεια ξαναβρίσκουμε έναν παλιό γνώριμο, τον ιδιόρρυθμο (επιεικώς) κύριο Θεόδωρο, που τον είχαμε γνωρίσει πριν από μερικούς μήνες, όταν αναφερθήκαμε στη ζωή του ποιητή στη δεκαετία του 1920 (για παράδειγμα, εδώ  κι εδώ).

Και πάλι ο κύριος Θεόδωρος

Στην Αθήνα ξαναβρήκε και τον κύριο Θεόδωρο που περνούσε πολύ δύσκολες μέρες. Είχε βγεί από τη φυλακή πριν από δυο χρόνια, όπου πέρασε περίπου ένα χρόνο, καταδικασθείς πρωτοδίκως μεν σε τρία χρόνια και στο εφετείο σε οχτώ μήνες, για φόνο εξ αμελείας που είχε κάνει το 1929 στο Βελβενδό της Δυτικής Μακεδονίας. Φυσικά τον είχαν απολύσει από τη δουλειά του και με τη βοήθεια του Μιχάλη προσπαθούσε να πάρει κάποια σύνταξη. Για την ώρα εφιλοξενείτο στο οικοτροφείο της Μονής Πετράκη, που βρισκόταν στην οδό Αφεντάκη, πίσω από τον Ευαγγελισμό.

Ο Νίκος είχε πληροφορηθεί την υπόθεση το 1929 από έντυπη επιστολή που του ’στείλε ο ίδιος ο κύριος Θεόδωρος από τις φυλα­κές Κοζάνης. Κατά τα λεγόμενα του κυρίου Θεόδωρου, στη μικρή κλειστή κοινωνία της μακεδονικής κωμόπολης η εμφάνιση και συμπε­ριφορά του, όπως ήταν άλλωστε επόμενο, προκάλεσαν την προσοχή πολλών, ορισμένοι από τους οποίους άρχισαν να τον παρενοχλούν,

[...] άλλοτε συνταράσσοντα την θύραν του οίκου μου εμού κοιμωμένου και προ τινων ημερών ενώ είχον ανοικτόν το παράθυρον κατόπιν πολυώρου μελέτης τις εξ αυτών εξεσφεδόνισε λίθον μισής οκάς περίπου εντός της οικίας.

Ένα βράδυ, όταν οι προκλήσεις της ομάδας των εντοπίων έφτασαν στο απροχώρητο.

[...] έλαβον περίστροφον Γκολτς από ένα μπαούλο και έρριψα τρεις πυροβολισμούς εις τον αέρα προς εκφοβισμόν…

Τρεις ημέρες αργότερα, όταν ο κύριος Θεόδωρος πήγε σε γειτονικό φούρνο να αγοράσει ψωμί, οι προκλήσεις επανελήφθησαν.

[...] Προτού εισέλθω εις το αρτοποιείον το αυτό πρόσωπον με το μαύρο παλτό και την τραγιάσκα, το οποίο έρριψε κατά την ειρημένην νύκτα προ 4 ή 5 ημερών τον λίθον και ερρίφθησαν οι πυροβολι­σμοί εις τον αέρα ως ανωτέρω, με παρηνόχλησε μετά δηκτικής ειρωνείας και εγώ αντιπαρήλθον εις απόστασιν δύο μέτρων προς τη θύραν του αρτοποιείον. Αντί δε και ούτος να συνεχίσει την οδόν του μετά της παρέας του προς τη διεύθυνσίν του, επέστρεψε και πάλιν οπίσω επιμένων να με ενοχλή. Τότε διεμαρτυρήθην εντονώτατα και μετά απειλών, έχων υπ ’όψιν και πάντα τα προηγούμενα, εν ω το πρόσωπον τούτο επί πλέον επέκειτο προ της θύρας του αρτοποιείου, όθεν ερραβδίσθη ισχυρώς της ράβδου μου θραυσθείσης εις δύο. Μετά δε τούτον και όπως μη λάβει η υπόθεσις σοβαράν επιπλοκήν, τροχάδην απεσύρθην και μεταβάς ενεκλείσθην εις την οικίαν μου. Ούτοι δε κατά πόδας ακολουθήσαντες μετά μισό λεπτό της ώρας κατόπιν του επεισοδίου ευρέθησαν υπό τα παράθυρα της οικίας μου, εν ω θα ηδύναντο και άλλως να πράξωσιν, οπότε εγώ, εκ του θορύβου πτοηθείς, ήνοιξα το παράθυρον και αρπάσας εν υπερβαλλούση και εξωφρενική εξάψει κατόπιν των τόσον ανάνδρων και ατί­μων ως ανωτέρω ενοχλήσεων, Γκολτς περίστροφον κραδαίνων εκ του παραθύρου της οικίας ηπείλουν εντόνως διαμαρτυρόμενος να διαλυθώσιν, εν ω ο αυτός κτηνάθρωπος εξεσφενδόνισεν ογκόλιθον εναντίον μου και κάτωθεν του παραθύρου εκ της οδού, μη πτοούμενος εκ πρωτοφανούς και τρομακτικής βλακείας και κτηνωδίας ούτε εκ του περιστρόφου, εν ω τούτο μηχανικώς και ασυναισθήτως και άνευ ουδεμιάς σκοπεύσεως εκπυρσοκροτήσαν εφόνευσε μικράν τινα κόρην, εγγονήν του εν Βελβενδώ ιατρού κ. Λ…, εις απόστασιν και εν τη θύρα της αυλής της οικίας της. [. . .]

Εξάλλου, με άλλη επίσης έντυπη αναφορά, ο κ. Θεόδωρος ζητούσε μεταξύ άλλων, εφόσον επανελθεί εις την ενέργειαν, να μετατεθεί σε μία εκ των μεγάλων πόλεων του κράτους, ένθα υπάρχουσιν εξήντα ή χίλια άτομα όμοια, δηλονότι φοβάμαι πλέον τας μικράς πόλεις «κακό χωριό τα λίγα σπίτια».

Παρά την απελπιστική του κατάσταση, ο κύριος Θεόδωρος δια­τηρούσε στο ακέραιο την αξιοπρέπεια και τηρούσε απαρέγκλιτους τους αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς που είχε από πολλά χρόνια επιβάλει στον εαυτό του, όπως θα άρμοζε σε απόφοιτο του Διεθνούς Πανεπιστημίου. Ένα βράδυ, που τα έπιναν με τον Νίκο και τον Μιχάλη, τους ανακοίνωσε την εισδοχή τους στην προνομιούχο κάστα.

Εξακολουθούσε να κάνει τα πάντα μετά μεθοδικότητος και μεγαλοπρεπείας. Τα ρούχα του, παρά τις ταλαιπωρίες που είχαν υποστεί στη φυλακή, εξακολουθούσαν να είναι σε υποφερτή κατάσταση, όπως και το πάνω μέρος των παπουτσιών του. Οι σόλες όμως είχαν λεπτύνει και τρυπήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε σχεδόν περπατούσε ξυπόλητος. Ένα απομεσήμερο, περπατώντας στους χωματόδρομους των Κάτω Πετραλώνων με τον ποιητή και τον αδελφό του τον Γιώργο, πάτησε ένα σπασμένο γυαλί και κόπηκε τόσο άσχημα, που άφη­νε αιματηρά ίχνη. Του κυρίου Θεόδωρου δε συσπάστηκε ούτε ένας μυς του προσώπου. Κλώτσησε μόνο το γυαλί για να πάει στην άκρη κι είπε στους φίλους του:

«Τα παλιόπαιδα, αφήνουν σπασμένα γυαλιά στο δρόμο. Καλά, εμείς φοράμε παπούτσια, αν τα πατήσει όμως κανένας ξυπόλητος;»

Οι θρησκευτικές του αντιλήψεις, ιδιόρρυθμες ήδη από την εποχή που ήταν φοιτητής, είχαν γίνει τελείως αιρετικές. Όπως εξομολογήθηκε στον Νίκο και τον Μιχάλη, κατόπιν πολυημέρου διαλογισμού εν τω δεσμωτηρίω, κατάληξε στο συμπέρασμα πως ο Ιησούς Χριστός είναι τελείως άσχετος με τον Ιεχωβά, τον εβραίο θεό. Ο πρώτος είναι θεός πάσχων και θυσιαζόμενος για το καλό των ανθρώπων. Είναι ένας ελληνιστικός θεός, ο Αμνός, ο Άδωνης, ο Όσιρις και ο Μίθρας. Ο άλλος είναι θεός ζηλωτής, αιμοχαρής και τυραννικός, ο οποίος ποιμαίνει τα έθνη εν ράβδω σιδηρά. Τον οποίο όμως εγώ προσωπι­κώς προτιμώ, τους τόνισε.

Διατηρούσε αμείωτη την αντιπάθειά του προς τα όργανα της τάξεως, στην οποία είχε προστεθεί ανάλογη αντιπάθεια προς τους δικαστικούς. Όπως αφηγήθηκε μια μέρα στους φίλους του, είχε βγει αργά τη νύχτα από το οικοτροφείο της Μονής Πετράκη να πάρει τον αέρα του, όταν συνάντησε ένα «κακοποιόν στοιχείον» που του είπε:

«Έι ψιτ, κύριος, από τας ασχολίας σας δεν περισσεύει κάνα πε­νηντάρι και για μας;»

Εκείνος, αφού τον αποκάλεσε σκλάβο, ραγιά κλπ., αρνήθηκε να τον δώσει χρήματα, (που άλλωστε δεν είχε) αλλά το κακοποιόν στοιχείον επέμενε και του απέσπασε εν κομβίον. «Ε μα τότε τον κακόν του τον καιρόν» -και τον απώθησε διά της βακτηρίας, τραυματίσας αυτόν εις τον οφθαλμόν.
Ο ιατροδικαστής χαρακτήρισε το τραύμα σοβαρόν, μπορεί όμως και να το γλιτώσει.

Στις φωνές του κακοποιού στοιχείου πλάκωσαν οι μπάτσοι και τους οδήγησαν στην Αστυνομία και την άλλη μέρα στο Αυτόφωρο, όπου ο κύριος Θεόδωρος μεταξύ άλλων απολογήθηκε ως εξής: «Όταν, κύριε Πρόεδρε, μετά μακρόν πνευματικόν κάματον εξέρ­χομαι νύκτωρ διά να περπατήσω, δεν το κάμνω διά να συναντήσω το κακοποιόν στοιχείον. τον αστυφύλακα ή τον δικαστήν, πρόσωπα όλως ανεπιθύμητα και μισητά!»

Τελικά τον απήλλαξαν, διότι το ποινικόν του μητρώον ήτο λευκόν. Δεν περιείχε παρά μόνον τρεις περιπτώσεις: δύο αδίκους επι­θέσεις και έναν φόνον εξ αμελείας.
Η φιλοξενία του κυρίου Θεόδωρου στο Οικοτροφείο της Μονής Πετράκη δε βάσταξε πολύ. Όπως ήταν φυσικό, οι θρησκευτικές απόψεις του, η εμφάνιση και η συμπεριφορά του προκάλεσαν την αντίδραση των άλλων ενοίκων, ρασοφόρων ως επί το πλείστον. που αποφάσισαν να τον δείρουν. Έχοντας εκτιμήσει τις ηράκλειες δυνά­μεις του, σκέφτηκαν να του στήσουν ενέδρα. Ένα απομεσήμερο, ένας νεαρός διάκος χτύπησε την πόρτα του δωματίου όπου έμενε ο κύριος Θεόδωρος κι όταν αυτός άνοιξε τον έφτυσε στο πρόσωπο και υποχώ­ρησε προς τον τοίχο με σκοπό να τον αναγκάσει να βγει στο διάδρο­μο. Εκατέρωθεν της πόρτας καιροφυλακτούσαν δύο άλλοι οικότροφοι οπλισμένοι με μπαστούνια, διά τα περαιτέρω.

Το σχέδιο ήταν καλό αλλά δεν υπολόγισαν τις αστραπιαίες αντι­δράσεις και τη δύναμη του αντιπάλου. Ο κύριος Θεόδωρος, μόλις δέχτηκε τον εμπτυσμό άπλωσε ακαριαία τη χερούκλα του κι άδραξε το διάκο από τα γένια. Οι μπαστουνιές που του κατέβασαν ταυτοχρόνως οι δυο συνένοχοι δεν μπόρεσαν να τον κάνουν να χαλαρώσει τη λαβή. Αντίθετα, τα μπαστούνια τους έσπασαν πάνω στο σιδερένιο μπράτσο του κι οι ίδιοι αδίσταχτα τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας το φίλο τους στα χέρια του θηριώδους αντιπάλου του. Ο κύριος Θεόδω­ρος έξαλλος τον έδειρε ανηλεώς, αφού προηγουμένως του ξερίζωσε τα μισά γένια.

«Του απέσπασον το ήμισυ της γενειάδος διά να τον καταστήσω ανίκανον να ιερουργήσει, διότι διά της πράξεώς του εξέπεσεν του αξιώματος του» εξήγησε την άλλη μέρα στον Μιχάλη και στον Νίκο όταν τους ζήτησε να του βρουν κάποια στέγη. Όπως ήταν φυσικό διώχτηκε αμέσως και με όλας τας τιμάς από το οικοτροφείο.

Ο Νίκος τον εγκατέστησε στο τελευταίο δωμάτιο του Επινικελωτήριου, που δεν το χρησιμοποιούσαν, αφού το καθάρισαν από τα σκουπίδια και άσπρισαν τους τοίχους. Ο κύριος Θεόδωρος μετέφε­ρε τα υπάρχοντά του που αποτελούνταν από δυο μπαούλα ανίσου ύψους, το ένα με επίπεδο και το άλλο με κυρτό σκέπασμα. Τα μπαού­λα αυτά περιείχαν τα βιβλία, τα ασπρόρουχα και λοιπά χρειώδη του και αναπλήρωναν όλα τα άλλα έπιπλα, παίζοντα κατά περίσταση το ρόλο καναπέ, τραπεζιού, καρέκλας και (συνενούμενα τη νύχτα) κρε­βατιού. Οι τοίχοι ήταν γυμνοί και ο κύριος Θεόδωρος είχε καρφώ­σει σ’ αυτούς τρία μεγάλα καρφιά, όπου κρεμούσε την πεσέτα, τα ρούχα και τη μαγκούρα του, καθώς και πλήθος μικρές προκίτσες όπου είχε αναρτήσει ισάριθμες ξυριστικές λάμες με τις οποίες γυά­λιζε κάθε πρωί τη μαγκούρα του.

Η πρωινή τουαλέτα του γινόταν στο παρακείμενο πηγάδι, στην πεζούλα του οποίου ο κύριος Θεόδωρος απίθωνε τον κουβά με το νερό που μόλις είχε αντλήσει και βουτώντας με δισταγμό τα χέρια του ύγραινε μόλις το πρόσωπό του. Κατόπιν με κλειστά τα μάτια και προτεταμένα τα χέρια γύριζε στο δωμάτιό του, έβρισκε ψηλαφητά την πεσέτα του και σκουπιζόταν. Αντίθετα, το γυάλισμα της μαγκούρας τού έπαιρνε δεκαπλάσιο τουλάχιστον χρόνο. Την ξεκρεμούσε από το καρφί και τη γυάλιζε πολλή ώρα με μια ξυριστική λάμα. Κάθε τόσο σταματούσε το γυάλισμα και φέρνοντάς τη σε μικρή απόσταση από το μάτι του, σαν να ’ταν κιάλι, έλεγχε την ευθύτητα και στιλπνότητα της επιφάνειάς της. Άμα τέλειωνε κάποτε το γυάλισμα την κρεμούσε στο καρφί της προσπαθώντας να έχει τελείως κατακόρυφη διεύθυν­ση και απομακρυνόταν λίγο για να το ελέγξει. Όταν ήταν πια τελείως κατακόρυφη, την έπαιρνε και έβγαινε στο δρόμο.

Μια φορά την εβδο­μάδα εξάλλου έκανε μια περίεργη τελετουργία, το νόημα της οποίας έμεινε για πάντα άγνωστο στον ποιητή και τα αδέλφια του: από τις τέσσερις γωνίες του χωμάτινου δαπέδου του δωματίου του μάζευε σε ένα χαρτόνι λίγο χώμα. Το ανακάτευε επιμελώς και κατόπιν το σκορ­πούσε στην είσοδο του ενδιαιτήματός του.

sarantakos.wordpress.com

Τελευταία τροποποίηση στιςΠέμπτη, 10 Ιουλίου 2014 15:36

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.