ενημέρωση 3:15, 18 April, 2024

Νίκος Καζαντζάκης - Τα Χρόνια της Ωριμότητας

Κατά την περίοδο της κατοχής, ο Καζαντζάκης παρέμεινε στην Αίγινα και συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κακριδή για τη μετάφραση της ομηρικής «Ιλιάδας». Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή. Διετέλεσε πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ ανέλαβε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνησης του Σοφούλη, από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Το Νοέμβριο του 1945 παντρεύεται την πιστή του σύντροφο Ελένη Σαμίου.

Το 1946, η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών πρότεινε τον Kαζαντζάκη μαζί με τον Σικελιανό για το Βραβείο Nόμπελ. Η υποψηφιότητά του, όμως, πολεμήθηκε από συντηρητικούς και αντιδραστικούς πολιτικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στην UNESCO, αναλαμβάνοντας ως αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε, τελικά, το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για το σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία δημιούργησε τις μεγάλες μυθιστορηματικές του συνθέσεις.

Το 1952 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι, ωστόσο τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι. Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει στην Αντίμπ, στην Ελλάδα η Ορθόδοξη Εκκλησία επιχειρούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα του «Kαπετάν Mιχάλη» (αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα για το Ηράκλειο της παιδικής του ηλικίας) και του «Τελευταίου Πειρασμού» (μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον Χριστό, που παλεύει μεταξύ της θείας και ανθρώπινης Φύσης του), που δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα.

Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της Εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Τελικά, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.

Ο «Τελευταίος Πειρασμός» συμπεριλήφθηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index, με τη φράση του χριστιανού απολογητού Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».

Στις αρχές του 1954 δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το μυθιστόρημά του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που ανακηρύχθηκε το καλύτερο ξένο βιβλίο εκείνης της χρονιάς. Το 1955 ανέλαβε μαζί με τον Κακριδή την έκδοση της μετάφρασης της Ιλιάδας, με προσωπικά τους έξοδα, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα ο «Τελευταίος Πειρασμός». Τη χρονιά αυτή αρχίζει να γράφει στο Λουγκάνο της Ελβετίας το έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο», την πνευματική του αυτοβιογραφία.

Έπειτα από ένα δεύτερο ταξίδι στην Κίνα, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης, επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του και νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη και το Φράιμπουργκ. Πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1957, σε ηλικία 74 ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα, αλλά η Εκκλησία της Ελλάδας αρνήθηκε να την εκθέσει σε προσκύνημα. Η σορός του μεταφέρθηκε και εκτέθηκε στον μητροπολιτικό ναό του Ηρακλείου, χωρίς εκκλησιαστική τελετή. Οι συμπατριώτες του τον τίμησαν ιδιαιτέρως και τον έθαψαν σ' ένα προμαχώνα των βενετσιάνικων τειχών του Ηρακλείου. Στον τάφο του, χαράχθηκε η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος».

Τελευταία τροποποίηση στιςΚυριακή, 18 Φεβρουαρίου 2018 12:06
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Έντζο Φεράρι Το σύμβολο της ειρήνης »

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.