ενημέρωση 4:00, 9 October, 2025

Αννα Μανιάνι, η παραγνωρισμένη «θεά» του ιταλικού σινεμά

Η συναρπαστική ερμηνεία της ως Πίνα στο αριστούργημα «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη», που γύρισε ο Ρομπέρτο Ροσελίνι πριν από 80 χρόνια, ανέδειξε το τεράστιο ταλέντο της ιταλίδας ηθοποιού. Οι σινεφίλ τη λατρεύουν, το ευρύ κοινό όμως εξακολουθεί να μην τη γνωρίζει - σε αντίθεση με άλλες σταρ της εποχής της

Ο χαρακτηρισμός «κλασική» δεν αρκεί για να περιγράψει την ταινία του Ρομπέρτο Ροσελίνι «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη», ταινία-ορόσημο του ιταλικού κινηματογράφου –και πολύ περισσότερο του ιταλικού νεορεαλισμού–, αλλά και πολιτική πράξη του ιταλού σκηνοθέτη, η οποία φέτος συμπληρώνει 80 χρόνια από την πρώτη της προβολή. Στις 5 Ιουνίου 1944 τα συμμαχικά στρατεύματα, μετά την αποβίβασή τους στην παραλιακή πόλη Αντσιο και τις μάχες στη γύρω περιοχή, πέτυχαν την απελευθέρωση της Ρώμης από τους Ναζί. Ο Ροσελίνι γύρισε το αριστούργημά του μόλις λίγους μήνες μετά, φωτίζοντας τη σκληρή πραγματικότητα της τραυματισμένης πόλης του χωρίς μελοδραματικές υπερβολές, πλην όμως αναδεύοντας δύσκολα συναισθήματα,  σε μια πρώιμη απόπειρα επούλωσης του συλλογικού τραύματος που ακόμη και σήμερα ταλανίζει την Ευρώπη.

Η ταινία διαδραματίζεται τον Μάρτιο του 1944 –λίγο πριν την απελευθέρωση της Ρώμης– με φόντο τα ερείπια της ιταλικής πρωτεύουσας και με ερασιτέχνες ηθοποιούς, με εξαίρεση την Αννα Μανιάνι (Πίνα, αρραβωνιαστικιά του αντιστασιακού τυπογράφου Φραντσέσκο), τον Αλντο Φαμπρίτσι (καθολικός ιερέας που βοηθάει τους αντιστασιακούς) και τον Μαρτσέλο Παλιέρο (Τζόρτζιο, κομμουνιστής και εκ των επικεφαλής της Αντίστασης). Η ερμηνεία της Αννα Μανιάνι στο «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη» ήταν συγκλονιστική – επρόκειτο εξάλλου για μια από τις σπουδαιότερες ιταλίδες ηθοποιούς.

Αλλά αν ζητούσε κανείς από έναν μέσο άνθρωπο, εκτός Ιταλίας, να κατονομάσει μια θρυλική ιταλίδα ηθοποιό, κατά πάσα πιθανότητα η απάντηση θα ήταν η Σοφία Λόρεν, και πάντως σίγουρα όχι η Αννα Μανιάνι, παρατηρεί η Αννα Μπρέσανιν στο άρθρο της στο BBC Culture με αφορμή την 80ή επέτειο της ταινίας. Ωστόσο η Μανιάνι κέρδισε Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της στο «Τριαντάφυλλο στο Στήθος» (1955), που βασίστηκε στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Τενεσί Ουίλιαμς (ο αμερικανός θεατρικός συγγραφέας έγραψε τον ρόλο της εμπνευσμένος από την προσωπικότητά της). Ηταν, μάλιστα, η πρώτη ιταλίδα ηθοποιός που κέρδισε Οσκαρ.

Ο Μάρλον Μπράντο τη φοβόταν, η Μέριλ Στριπ τη χαρακτήρισε «θεά» και οι New York Times την αποκάλεσαν «υπέροχη» και «τίγρη της ιταλικής οθόνης». Παρ’ όλα αυτά, σήμερα πολλοί δεν γνωρίζουν την «αδιαμφισβήτητη βασίλισσα του ιταλικού κινηματογράφου». Η φετινή, 80ή επέτειος της ταινίας του ​​Ροσελίνι, όμως, προσφέρει τώρα την ευκαιρία να διερευνηθούν οι λόγοι πίσω από αυτό το σφάλμα της συλλογικής μνήμης, σημειώνει η Μπρέσανιν στο BBC Culture.

Μια ταινία σαν ντοκιμαντέρ

Το «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη» γυρίστηκε τον Ιανουάριο του 1945 και διαδραματίζεται κατά τον «μακρύ χειμώνα» της ναζιστικής κατοχής, μεταξύ φθινοπώρου του 1943 και άνοιξης του 1944.

«Ο Ροσελίνι χρησιμοποίησε κομμάτια ληγμένου φιλμ, έκλεψε πρίζες από τους Αμερικανούς, έκανε γυρίσματα σε υπόγεια και σε τοποθεσίες χωρίς άδειες. Και δημιούργησε ένα αριστούργημα», λέει στο BBC ο ιστορικός κινηματογράφου Φλάβιο ντε Μπερναρντίνις. Πολλοί θεατές, μάλιστα, πίστευαν πως ήταν ντοκιμαντέρ. Εμπνευσμένη από τις πραγματικές ιστορίες δύο ιερέων που εκτελέστηκαν από τους Ναζί και με σεναριογράφους –εκτός από τον σκηνοθέτη– τους Σέρτζιο Αμιντέι, Αλμπέρτο ​​Κονσίλιο και τον τότε νεαρό Φεντερίκο Φελίνι, είναι μια συγκλονιστική ταινία για τις φρικαλεότητες της γερμανικής κατοχής και το θάρρος των απλών ανθρώπων.

«Είναι μια πολιτική ταινία. Στόχος της ήταν να δείξει μια καλή Ιταλία, όχι τη φασιστική, αποικιοκρατική Ιταλία. Μια χώρα καλών ανθρώπων», σημειώνει η Κατερίνα ντι Καπάλμπο, συγγραφέας ενός βιβλίου για την ταινία με τίτλο «Roma Città Aperta» (2022). Την περίοδο που γυρίστηκε, εξάλλου, ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ ήταν ακόμα ζωντανοί, οπότε όταν ο ιερέας αναρωτιέται «Και αν επιστρέψουν;», εκφράζει μια πραγματική ανησυχία την οποία συμμερίζονταν όλα τα μέλη του καστ και του συνεργείου. Η Πίνα (Αννα Μανιάνι), ηθική πυξίδα του πρώτου μισού της ταινίας, είναι μια μεσήλικη χήρα που περιμένει παιδί από τον γείτονά της, έναν παρτιζάνο τον οποίο αγαπά και σκοπεύει να παντρευτεί την επόμενη μέρα.

Είναι έξυπνη χωρίς να έχει μόρφωση, φτωχή αλλά γενναιόδωρη, με ξεκάθαρη αίσθηση της δικαιοσύνης χωρίς να είναι ενάρετη. Είναι μια γυναίκα που απεικονίζεται με θαυμασμό, ζεστασιά και έναν ρεαλισμό που σπανίζει στον κινηματογράφο, τότε και τώρα, υπογραμμίζει η Μπρεσάνιν στο BBC Culture. «Επιτέλους, μετά από χρόνια κινηματογράφου όπου όλα ήταν ψεύτικα, τέλεια, όμορφα, αυτή ήταν η ιστορία μιας αληθινής γυναίκας. Οχι μιας ντίβας, αλλά κάποιας που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε», λέει η ηθοποιός Ολίβια Μανιάνι, εγγονή της Aννας, η οποία μεγάλωσε σε σπίτια με «το Οσκαρ στα ράφια, ανάμεσα σε επιστολές της Μπέτι Ντέιβις και του Ζαν Κοκτό» και νονός της ήταν ο Ρομπέρτο ​​Ροσελίνι…

Μια εμβληματική ερμηνεία

Η Αννα Μανιάνι ήταν τότε επιτυχημένη ηθοποιός του θεάτρου, που δεν είχε επιλεγεί για πρωταγωνιστικούς ρόλους σε ταινίες επειδή «δεν είχε μικροσκοπική μύτη ούτε μπλε μάτια. Δεν τη θεωρούσαν φωτογενή», όπως το θέτει η Ολίβια. Ο πρώτος της σύζυγος, σκηνοθέτης Γκοφρέντο Αλεσαντρίνι, δεν πίστευε ότι η Μανιάνι είχε «κινηματογραφικό» πρόσωπο. Τα κατάμαυρα μαλλιά της, δε, και τα φλογερά μάτια της συνέβαλαν στον μύθο της εξωτικής καταγωγής της. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι ήταν Αιγύπτια. «Ισως αρχικά διέδωσε η ίδια αυτόν τον μύθο για να γίνει μυστηριώδης», προσθέτει ο Τζανφράνκο Αντζελούτσι, συνεργάτης και φίλος του Φελίνι.

Στην πραγματικότητα, η Μανιάνι –η «Ναναρέλα», όπως ήταν γνωστή– γεννήθηκε στην Πόρτα Πία, στην καρδιά της Ρώμης, και δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Η μητέρα της την εγκατέλειψε και μετακόμισε στην Αίγυπτο, συμβάλλοντας πιθανώς στη σύγχυση σχετικά με την εθνικότητά της και αφήνοντας μέσα της ένα κενό που η Μανιάνι μετέτρεψε σε τέχνη. «Συνειδητοποίησα ότι δεν γεννήθηκα ηθοποιός», έγραψε αργότερα η ίδια. «Απλώς αποφάσισα να γίνω ηθοποιός στην κούνια μου, ανάμεσα σε πάρα πολλά δάκρυα και ελάχιστα χάδια. Σε όλη μου τη ζωή ούρλιαζα για εκείνο το κλάμα, παρακαλούσα για εκείνο το χάδι».

Η Αννα Μανιάνι δέχεται τη σκηνοθετική βοήθεια του Φεντερίκο Φελίνι στα γυρίσματα της ταινίας του «Ρόμα», το 1971 (Archivio Cicconi/Getty Images/Ideal Image)

Οταν ο Ροσελίνι την επέλεξε για το «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη», η 37χρονη Αννα Μανιάνι ήταν ηθοποιός του βαριετέ, δημοφιλής όπως ένας καταξιωμένος stand-up κωμικός σήμερα. «Το κοινό σε εκείνα τα θέατρα ήταν πολύ σκληρό. Στους κακούς ηθοποιούς πετούσαν νεκρές γάτες», λέει στο BBC ο Ντε Μπερναρντίνις, και ορκίζεται ότι οι νεκρές γάτες δεν είναι μεταφορά: οι θεατές τις μάζευαν κυριολεκτικά από τον δρόμο. Ετσι έμαθε η Μανιάνι να παίζει μπροστά στο θεατρόφιλο κοινό. «Βλέπεις τον Μάρλον Μπράντο δίπλα της [στον “Φυγά” του 1960, ταινία του Σίντνεϊ Λιούμετ βασισμένη στο θεατρικό του Τενεσί Ουίλιαμς “Ο Ορφέας στον Αδη”]. Εκείνος έχει επίγνωση της κάμερας, αναζητά το φως, κάνει αυτές τις αφύσικες γκριμάτσες και συμπεριφέρεται… δήθεν.

Η Μανιάνι δεν δίνει δεκάρα. Είναι άμεση. Πάει κατευθείαν στο κοινό», σημειώνει ο ιταλός ιστορικός κινηματογράφου. Πολλές σκηνές γυρίστηκαν μόνο μία φορά επειδή δεν υπήρχε αρκετό φιλμ για δεύτερες λήψεις. Η Μανιάνι αποκάλυψε, μάλιστα, ότι δεν έκαναν καν πρόβα για την εμβληματική σεκάνς όπου η Πίνα τρέχει πίσω από το βαν των Ναζί μετά τη σύλληψη του Φραντσέσκο της και την πυροβολούν στην πλάτη. «Με τον Ροσελίνι δεν έκανα πρόβα», είχε πει το 1970 στο περιοδικό Arianna. «Δημιούργησα τη σκηνή. Βγήκα από εκείνη την πόρτα και μεταφέρθηκα πίσω στην εποχή που έπιαναν αιχμαλώτους τους νέους άνδρες… Ξαφνικά δεν ήμουν ο εαυτός μου. Ημουν ο χαρακτήρας».

Λιγότερο από έναν χρόνο πριν, η Τερέζα Γκουλάτσε, μητέρα πέντε παιδιών και έξι μηνών έγκυος, είχε πυροβοληθεί στη Ρώμη από έναν ναζίστή στρατιώτη μόλις αποχαιρέτισε τον αιχμάλωτο σύζυγό της. Στην ταινία ο Φραντσέσκο φωνάζει «Τερέζα!», ως φόρο τιμής στην Γκουλάτσε. Εκείνη την εποχή, εξάλλου, η Μανιάνι υπέφερε επίσης, καθώς ο γιος της είχε προσβληθεί από πολιομυελίτιδα.

Αντισυμβατική σταρ, τρομακτική γυναίκα

Ο τρόπος που η Μανιάνι επικοινωνεί αυτόν τον ωμό πόνο στην οθόνη είναι ίσως ένας λόγος για τον οποίο είναι λιγότερο δημοφιλής σήμερα στις ΗΠΑ σε σύγκριση με άλλες εμβληματικές ιταλίδες σταρ: «Η Αννα είναι η ενσάρκωση μιας χώρας που βγήκε από τον πόλεμο με το θάρρος να δείξει τις πληγές της», λέει στο BBC Culture ο Ντε Μπερναρντίνις.

«Μετά, η Σοφία Λόρεν, η Τζίνα Λολομπρίτζιντα και άλλες “maggiorate” (“ηθοποιοί με μεγάλο στήθος”) αντιπροσωπεύουν την Ιταλία που θέλει να ξεχάσει τον πόλεμο. Ροδαλές, ακμαίες, γεμάτες δύναμη», τονίζει. Το «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη» έγινε η ταινία με τα υψηλότερα έσοδα στην Ιταλία εκείνη τη χρονιά και η πρώτη μη αμερικανική ταινία που έβαλε στα ταμεία της περισσότερα από 1 εκατ. δολάρια στις ΗΠΑ. Ο αμερικανικός Τύπος τη λάτρεψε. Οι New York Times έγραψαν ότι η Μανιάνι είχε «την ικανότητα να κλαίει με αληθινά δάκρυα, να γελάει με αληθινά γέλια, να καβγαδίζει άγρια. Να είναι βροντερή όταν θύμωνε και πολύ αισθησιακή στον έρωτα».

Η Μανιάνι με τον Τενεσί Ουίλιαμς στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο του 1954, όταν γυριζόταν η κινηματογραφική μεταφορά του δικού του θεατρικού έργου «The Rose Tattoo» με πρωταγωνιστές την ιταλίδα σταρ και τον Μπαρτ Λάνκαστερ (Bettmann/Getty Images/Ideal Image)

Ο Τενεσί Ουίλιαμς τη λάτρεψε επίσης μόλις είδε την ταινία. Και εκείνη έγινε στενή φίλη και μούσα του, όπως έγραψε ο Independent με αφορμή το θεατρικό έργο του Φράνκο ντ’Φράνκο ντ’Αλεσάντρο «Νύχτες στη Ρώμη» για τη θυελλώδη σχέση τους και τους ρόλους που έγραψε εμπνευσμένος από τη Μανιάνι. «Αυτή η γυναίκα, η Αννα Μανιάνι, βυθίζει τα νύχια στην καρδιά», είχε δηλώσει ο αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, ο οποίος προσπάθησε, μάλιστα, να την πείσει να παίξει στο νέο του έργο στο Μπρόντγουεϊ, αλλά εκείνη αρνήθηκε.

Ηταν μια από τις πολλές αμερικανικές προσφορές που απέρριψε η ιταλίδα ηθοποιός, η οποία δεν πήγε καν να παραλάβει το Οσκαρ, μη θέλοντας να αφήσει μόνο του τον ανάπηρο γιο της. Η ταινία του Ροσελίνι άρεσε τόσο πολύ στην Ινγκριντ Μπέργκμαν ώστε του έγραψε πως ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί μαζί του, προσθέτοντας ότι οι μόνες ιταλικές λέξεις που γνώριζε ήταν «Ti amo» («Σ’ αγαπώ»). Το γράμμα της θα αποδεικνυόταν μοιραίο, αφού ο Ροσελίνι, σύντροφος της Μανιάνι εκείνη την εποχή, θα την εγκατέλειπε για χάρη της. Κράτησε μυστική την επικοινωνία του με τη σουηδή ηθοποιό, μέχρι που η Μανιάνι ανακάλυψε ένα τηλεγράφημα που του είχε στείλει η Μπέργκμαν.

Γεμάτη «τρυφερότητα» έβαλε μερικά σπαγγέτι σε ένα πιάτο, ρωτώντας τον Ροσελίνι αν τα ήθελε. Οταν εκείνος απάντησε «ναι», του είπε: «Τότε φα’ τα!» και του τα πέταξε στο πρόσωπο. Αυτό το επεισόδιο το θυμούνται φίλοι και παρόντες. Η μόνη λεπτομέρεια που αλλάζει κατά την αφήγηση της ιστορίας είναι τι μακαρονάδα έτρωγαν. Με λίγα λόγια, η Μανιάνι ήταν τρομακτική. «Ούτε χαριτωμένη ούτε  καθησυχαστική», την περιγράφει ο Ντε Μπερναρντίνις. «Η Μανιάνι ήταν πιο καλή ηθοποιός, αλλά η Σοφία Λόρεν είναι η φαντασίωση της Ιταλίδας. Το σύμβολο, το όνειρο», λέει στο BBC Culture ο καθηγητής υποκριτικής Βίτο Μανκούζι συνομιλώντας με την Αννα Μπρέσανιν σε ένα δείπνο στη Βενετία.

Και στην ερώτηση με ποια θα προτιμούσε να φάει, με τη Λόρεν ή την Μανιάνι, απαντά: «Με τη Σοφία, φυσικά. Θα καθόταν εδώ και θα απολάμβανε αυτές τις μικροσκοπικές αχιβάδες. Ενώ η Αννα Μανιάνι θα έλεγε: “Πού με έφερες; Τι είναι αυτό το μέρος; Είναι καλό το φαγητό;” Ηταν δύσκολη». Ισως αυτός να είναι ένας λόγος που σήμερα ορισμένες γυναίκες θαυμάζουν την Αννα Μανιάνι. Την παραδέχονται που είπε ότι η κάμερα δεν πρέπει να κρύβει τις ρυτίδες της επειδή «της πήρε μια ολόκληρη ζωή για να τις αποκτήσει». Η Μανιάνι έκανε σέξι ακόμη και τις σακούλες κάτω από τα μάτια. «Μισούσε τις συμβάσεις, ήταν ελεύθερη, εξαιρετικά ελεύθερη», λέει η εγγονή της Ολίβια. Και η ηθοποιός Λιλιάνα Φιορέλι προσθέτει:

«Το γεγονός ότι υπήρχε, χωρίς να υποκύπτει σε συμβιβασμούς, παρά τα φωτογενή πρότυπα της εποχής και παρά τα [δικά της] τρομερά βάσανα, είναι σημαντικό για ένα κορίτσι που επιλέγει να κάνει αυτή τη δουλειά». Ωστόσο, όσο σημαντική κι αν ήταν η Αννα Μανιάνι, είναι δύσκολο να την προσδιορίσει κανείς. Και ίσως αυτός να είναι άλλος ένας λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι δεν τη γνωρίζουν τόσο καλά εκτός της πατρίδας της. «Η Ιταλία έχει γίνει μουσείο, αλλά η Μανιάνι είναι ζωντανή», λέει ο Ντε Μπερναρντίνις στο BBC. «Δεν μπορείς να την κατανοήσεις, να την αναπαράξεις ή να τη βάλεις σε μουσείο». Πώς πρέπει, λοιπόν, να τη θυμόμαστε; «Απλώς δείτε τις ταινίες της», προτρέπει η εγγονή της. 

Πολυμέσα

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.