ενημέρωση 4:06, 6 February, 2025

Μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα

Γράφει ο Γιάννης Κατσίμπας

Έχω μια φίλη που η δουλειά της τής επιβάλλει να αλλάζει κάθε έξι μήνες χώρα διαμονής. Τη στέλνουν στα πιο φτωχά, στα πιο ταραγμένα σημεία του πλανήτη, εκεί που οι πληθυσμοί μαστίζονται από κάθε λογής κρίσεις, που το νερό και η τροφή είναι είδη εν ανεπαρκεία ενώ οι σφαίρες περισσεύουν. Διασχίζει συχνά τα σύνορα μέσα σε οχήματα φορτωμένα με ανθρωπιστική βοήθεια. Φτάνει ελάχιστα χιλιόμετρα από τη γραμμή του πυρός. Έχει περάσει εκπαίδευση για το πώς θα συμπεριφερθεί εάν την απαγάγουν. Δεν ιδρώνει -εννοείται- το αυτί της όταν για μέρες κόβεται το ρεύμα, όταν οι βρύσες στεγνώνουν ή στάζουν λάσπη – τι το’χουμε το εμφιαλωμένο; Μια μπουκάλα στον καθένα αρκεί για να καλύψει τις ανάγκες του και για ολόκληρο εν ανάγκη εικοσιτετράωρο. 

Δεν ζει συνέχεια με την ψυχή στο στόμα. Θα εξαντλούνταν, πιθανόν να κλονιζόταν και η υγεία της. Μετά από μία -δύο το πολύ- εβδομάδες στην διακεκαυμένη ζώνη, επιστρέφει στον "πολιτισμό". Στην κοντινότερη πόλη όπου μπορεί να απολαύσει τις δυτικές ανέσεις. Να μείνει, με έξοδα του εργοδότη της, σε ένα καλό ξενοδοχείο, να φάει σε ένα ωραίο εστιατόριο, να χαλαρώσει πλάι στο κύμα, στην πισίνα έστω. Να γεμίσει τις μπαταρίες της… Και στις χειρότερα δεινοπαθούσες περιοχές υπάρχουν θύλακες για τους προνομιούχους, για τους ισχυρούς. Φρουρούμενοι, περιφραγμένοι με ηλεκτροφόρα συχνά σύρματα.  

Με εντυπωσιάζει το θάρρος της φίλης μου, που μπορείς να το πεις και άγνοια κινδύνου. Ο πλούτος των εμπειριών της. Η ειλικρινής της διάθεση προσφοράς. Μα πιο πολύ με εντυπωσιάζει η αντοχή της στη μοναξιά. 

Δεν ταξιδεύει με το ταίρι ή με την παρέα της. Σε κάθε πόστο γνωρίζει καινούργιους συνεργάτες – προτού δεθεί μαζί τους, τους αποχωρίζεται. Έτσι κι αλλιώς, ο κανονισμός της εταιρείας της απαγορεύει αυστηρά, επί ποινή απόλυσης, ερωτικά νταραβέρια μεταξύ συναδέλφων. Συχνά, για μεγάλα διαστήματα, συναναστρέφεται αποκλειστικά τον εαυτό της.

"Χθες πήγα στο μουσείο -ο Θεός να το κάνει- "της Λαϊκής Επανάστασης”. Δηλαδή του πραξικοπήματος. Έπειτα βόλτα στο πάρκο. Κατέληξα στην ψαραγορά, διάλεξα έναν αστακό, μού τον μαγείρεψαν και μού τον σέρβιραν – μούρλια ήταν!" "Κι έπειτα;" "Πίσω στο δωμάτιο μου. Διάβασα πενήντα σελίδες από το βιβλίο μου, είδα μισή ταινία και με πήρε ο ύπνος…" "Δεν μίλησες όλη μέρα με κανέναν;" "Με τον σερβιτόρο για να παραγγείλω. Α, και με τον φύλακα του μουσείου."

Οι περισσότεροι που ξέρω δεν μπορούν να μείνουν εντελώς μόνοι τους για περισσότερο από ελάχιστες ώρες. Ξυπνούν και αρπάζουν το κινητό τους, φλυαρούν με γνωστούς και με άγνωστους στα σόσιαλ μίντια, ο διαρκής συγχρωτισμός τούς είναι απολύτως απαραίτητος. Η συνύπαρξη στον χώρο, πραγματικό ή έστω ψηφιακό. Δραστηριότητες εξ ορισμού μοναχικές -όπως η ανάγνωση- πολλούς τους κάνουν, ύστερα από λίγο, να αισθάνονται άβολα. Εάν επιμένουν είναι επειδή αδημονούν να μοιραστούν το βράδυ με την παρέα τους τις εντυπώσεις τους. Να πάνε ασυνόδευτοι στον κινηματογράφο ή στο θέατρο; Θα τους γεννούσε και ως ιδέα ακόμα αυτοοικτιρμό. Πόσω δε μάλλον να μπουν σε ένα πλοίο και να φύγουν σόλο διακοπές και ό,τι ήθελε προκύψει. "Κι αν δεν προκύψει τίποτα;" θα αγωνιούσαν. "Θα με βλέπει ο κόσμος μπακούρι και θα με λυπάται. Κάλλιο να κάτσω στο σπιτάκι μου."  

"Η ζωή είναι για να τη μοιράζεσαι!" θα σου απαντήσουν ενοχλημένοι, έτσι και τους επισημάνεις ευγενικά την απόλυτη εξάρτησή τους από τους άλλους. "Για να ζεις μόνος σου -το γράφει ο Αριστοτέλης- πρέπει να είσαι ή θηρίο ή θεός". 

Έχοντας συνεπώς αποδεχθεί ότι δεν είναι ούτε θεοί ούτε θηρία, τρέμουν το κενό. Δηλαδή τον εαυτό τους. Κατεβάζουν τις προδιαγραφές, θυσιάζουν το γούστο, τη βολή, ενίοτε και το συμφέρον τους μόνο και μόνο για να έχουν μιά συντροφιά. Να κάθεται κάποιος απέναντι τους στο τραπέζι. Να νοιώθουν ένα σώμα πλάι τους στο κρεββάτι. Να ακούνε μια φωνή κι ας μουρμουρίζει κι ας γκρινιάζει κι ας ξεφουρνίζει ανοησίες. Συνάπτουν σχέσεις ανάγκης. Η ανάγκη ξεπερνάει την επιθυμία, δεν αφήνει χώρο στην αγάπη. Η ανάγκη καταντάει εραστές και φίλους αναλώσιμους - αν τους χρειάζεσαι ως αντίδοτα στη μοναξιά σου, εύκολα τους αντικαθιστάς. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν χωρίζουν όσο χάλια και αν περνούν ώσπου να βρουν και να σιγουρέψουν τη διάδοχη κατάσταση. Σαν μαϊμουδάκια πηδούν από κλαρί σε κλαρί. Επόμενο κλαρί είναι ο επόμενος δεσμός.       

Και οι πιο αγγελοκαμωμένες όμως σχέσεις, και όσες ξεκινούν από γνήσιο ερωτικό πάθος, υποσκάπτονται από τη συνήθεια. Από τον χρόνο που τα πάντα φθείρει. Νοιώθεις να πνίγεσαι, λαχταράς να ανασάνεις ελεύθερα. Αποτινάζεις τον ζυγό. Κάνεις ηρωική έξοδο. Προτού περάσουν τρία τέρμινα, επείγεσαι να ξανασυνδεθείς. Κυλούν έτσι τα χρόνια, με εσένα να παλινδρομείς σαν το εκκρεμές από τη ζεστασιά και την πλήξη του "μαζί", στην περιπέτεια του "εγώ και η πάρτη μου", η οποία σε αφήνει ολοένα και πιο ανικανοποίητο. 

"Πώς αντέχεις να ζεις έτσι;" ρώτησα τη φίλη μου. "Δεν ξέρω τι είναι βαρεμάρα. Ούτε μοναξιά" μου αποκάλυψε. Τη ζήλεψα. 

Τριάντα χρόνια πριν είχα βρεθεί για ένα τριήμερο μόνος μου στη Νέα Ορλεάνη. Τριγυρνούσα σε αξιοθέατα, θαύμαζα τους μουσικούς του δρόμου -ρέπλικες του Λιούις Άρμστρονγκ-, μπαινόβγαινα σε μουσεία βουντού και σε βιβλιοπωλεία. Δεν ήξερα καθόλου πώς να διαχειριστώ τον χρόνο μου. Πόση ώρα θα πίνω καφέ; Με τι ταχύτητα θα φάω την μπριζόλα μου; Και μετά τι θα κάνω; Δεν είχα κινητό - γέμιζα τις σελίδες του ημερολογίου μου με σκέψεις, ως επί το πλείστον αμπελοφιλοσοφίες. Είχα μαζί μου ένα μυθιστόρημα το οποίο διαδραματίζεται στη Νέα Ορλεάνη, το αριστουργηματικό "A Confederacy of Dunces” –"Συνασπισμός Ηλιθίων"- του Τζον Κένεντι Τουλ. "Χάνεις την ώρα σου διαβάζοντας; κοίτα γύρω σου! γνώρισε κόσμο! πότε θα ξαναβρεθείς εδώ;" επέπληττα τον εαυτό μου. 

Νύχτωσε, μπήκα σε ένα μπαρ. Στο δεύτερο ουίσκι -έπινα ακόμα ουίσκι-, ο διπλανός μου μού έπιασε τη κουβέντα. Άνθισα. Χάρηκε που ήμουν Έλληνας, μού διηγήθηκε τις εντυπώσεις του από τον Πειραιά του 1973 – είχε βρεθεί ως ναύτης με τον Έκτο Στόλο. Τον κέρασα, με κέρασε, "τι σχέδια έχεις για μετά;" με ρώτησε. "Τι εννοείς "μετά”;" τον ρώτησα, ήδη μισομεθυσμένος. "Μετά θα πάω για ύπνο…" "Και αν μετά θα πας για ύπνο, τι δουλειά έχεις σε ένα γκέι μπαρ;" μου έκανε, θυμωμένος σχεδόν. Κι άλλαξε θέση στον πάγκο.-

Τελευταία τροποποίηση στιςΠαρασκευή, 10 Ιανουαρίου 2025 18:27
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « ο θεσμός έχει γίνει ρουτίνα Γιώργος Θωμά Θωμάκος »

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.