ενημέρωση 7:25, 9 October, 2025

Εγώ είμαι ο τόπος σου. Ίσως να μην είμαι κανείς. Αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις

Γράφει ο Γιάννης Κατσίμπας

Βαδίζω καθημερινά περίπου 2-2,30 ώρες. 

Από μια ηλικία και μετά ο άνθρωπος, όσο χύμα κι αν έχει υπάρξει στα νιάτα του, αρχίζει να επενδύει στην υγεία του. Κόβει ή περιορίζει βλαβερές συνήθειες. Αποκτά -ή προσπαθεί να αποκτήσει- ωφέλιμες. 

Σε πιάνουν στα πενηνταπέντε σου δυο αντίρροπες επιθυμίες. Από τη μία να ζήσεις με ένταση, να απολαύσεις ολοκληρωτικά την κάθε στιγμή χωρίς μεταμέλειες περιττές και μάταιες, που έλεγε ο Καβάφης. Από την άλλη να φροντίσεις ώστε μετά από δεκαπέντε, είκοσι, ακόμα και μετά από τριάντα χρόνια να εξακολουθείς να νοιώθεις γερός και δυνατός, καταπίνοντας έστω δυό-τρία χάπια την ημέρα. Να παραμένεις κινητικός, επικοινωνιακός, έχοντας εν ανάγκη εγχειρίσει γόνατα ή ισχία, φορώντας ακουστικά βαρηκοϊας, που προϊόντος του χρόνου γίνονται όλο και πιο μικρά, όλο και πιο κομψά. 

"Ο αυριανός ογδοντάρης θα είναι ο σημερινός εξηντάρης" σού φτιάχνουν τη διάθεση οι ούλτρα αισιόδοξοι και φέρνουν ως παράδειγμα -εάν είναι ρέκτες της ελληνικής μουσικής- το διασκεδαστικότατο τραγουδάκι του Μιχάλη Σουγιούλ και Αλέκου Σακελλάριου "Βρε πώς Μπατιρίσαμε που Σαρανταρήσαμε". Μεταπολεμικά μια παρέα σαραντάρηδων περιγράφεται με σακκούλες κάτω από τα μάτια, προγούλες, να έχουν ανάγκη νοσοκόμας, να κοντεύουν να σκάσουν από το πάχος ή να έχουν φέξει σαν φακίρηδες. Από τα βιτριολικά πειράγματα του Σακελλάριου γλιτώνει μόνο ο φίλος και συνεργάτης του Χρήστος Γιαννακόπουλος. "Κι έτσι στο παλιό μας στέκι μόνο ο Χρήστος καλοστέκει…" Ειρωνεία της τύχης – ο Γιαννακόπουλος πέθανε από τους πρώτους της φουρνιάς του, λίγο μετά τα πενήντα του.

Θυμάσαι κι εσύ, κάθε μέρα, τον κολλητό σου που είχε βάσει του τρόπου ζωής του τις προδιαγραφές να πιάσει τα εκατό κι όμως μας εγκατέλειψε στο άνθος του χτυπημένος από καρκίνο. Έχεις και αντίθετα παραδείγματα. Τύπους που ουδέποτε καταδέχθηκαν να υπακούσουν στους περιορισμούς της ηλικίας κι έφτασαν μολοντούτο σε βαθύ γήρας. Τον Ουίνστον Τσώρτσιλ. Την Άλκη Ζέη – κάπνιζε κι έπινε, μπροστά σου, ουίσκι κι ας είχε περάσει τα ενενήντα. "Μεμονωμένα παραδείγματα…" σκέφτεσαι. "Ευλογημένες εξαιρέσεις…" Διαβάζεις και ένα ξένο άρθρο που διατείνεται ότι η πολυδιαφημισμένη μακροβιότητα στην ωραία Ικαρία αποτελεί απάτη – "οι συμπαθείς νησιώτες" υποστηρίζει ο συγγραφέας του "κρύβουν τους θανάτους των δικών τους για να εξακολουθήσουν να εισπράττουν τις συντάξεις τους…" Τραβηγμένο. 

Εγώ, εν πάση περιπτώσει, έχω αφομοιώσει τη φράση που έλεγε η μάνα μου, πριν από εκείνη ο Αλκιβιάδης: "κυβερνάν εστίν προβλέπειν". Και κάνω τα κουμάντα μου. Από το μιλλένιουμ σχεδόν έχω κόψει τα σκληρά ποτά, πίνω αποκλειστικά κρασί.

Το να φοράω φόρμες και να τρέχω στα γυμναστήρια μο φαίνεται, μεταξύ μας, κάπως αρούκατο. Θα πάθω καμιά θλάση. Ή καμιά κρίση ναρκισισμού. Να διασχίζω αντιθέτως την πόλη, το έξυπνο ρολόι να μετράει αποστάσεις και σφυγμούς κι εγώ να χαίρομαι τη φθινοπωρινή δροσιά, να παρατηρώ τους ανθρώπους, να σκέφτομαι τι έχω σε εκκρεμότητα, να ακούω πόντκαστ ή μουσική, τι καλύτερο;

Η Κηφισιά για τον περιπατητή δεν έχει ζόρι. Το ζόρι; Είναι χτισμένη πάνω σε λόφους και λοφάκια. Ανηφόρες-κατηφόρες. Οι διαδρομές των πεζών εμποδίζονται από ψωραλέα δεντράκια, παρκαρισμένα μηχανάκια, τραπεζοκαθίσματα… Αναγκάζεσαι να κάνεις κάθε τόσο σλάλομ, συγκρίνεις με άλλες κοσμοπόλεις Ευρώπης και Αμερικής, βλαστημάς τους οικοπεδούχους που δεν ευδόκησαν να αφήσουν πέντε μέτρα για κοινή χρήση, το κράτος που δεν τους το επέβαλε. Είχα διαβάσει προ εικοσαετίας μια τολμηρή -στα όρια της επιστημονικής φαντασίας- πρόταση πολεοδόμου. Οι κάτοικοι του Κέντρου να μεταφερθούν μαζικά στον χώρο του παλιού αεροδρομίου, να ανεγερθεί εκεί μία καινούργια συνοικία. Και η γειτονιά του Κωνσταντίνου Κανάρη και της Άννας Καλουτά να ξυριστεί από τις πολυκατοικίες των 60’ς, 70ς και 80ς και να ξαναχτιστεί με προδιαγραφές 21ου αιώνα. Ποτέ δεν θα  επέτρεπε προφανώς να συμβεί κάτι τέτοιο ο αραχναίος ιστός νόμων και διαταγμάτων και οι συντεχνιακές αντιδράσεις. Όσο προοδεύει ο νομικός μας πολιτισμός, όσο δυναμώνει η "κοινωνία των πολιτών", τόσο εμποδίζονται στην Ελλάδα οι ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες προς το κοινό καλό. Αν πρόκειται βεβαίως για μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, τότε οι λύσεις βρίσκονται στο άψε-σβήσε. Εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν… 

Το κέντρο της Κηφισιάς δεν έχει τα τελευταία χρόνια αναβαθμιστεί καθόλου. Ας όψεται η "επιστροφή στην κανονικότητα", κυρίως δε η έκρηξη του τουρισμού. Δεν σπεύδουν πλέον οι ξένοι από το Ελευθέριος Βενιζέλος κατευθείαν στα νησιά. Περνούν κάμποσα εικοσιτετράωρα στην πρωτεύουσα, καταλύουν σε ξενοδοχεία, σε airbnb, σε hostel που πολλαπλασιάζονται κουνελοειδώς. 

Προσπαθώ να δω την πόλη μου με τα μάτια τους για να την εκτιμήσω περισσότερο. Πράγματι. Η Αθήνα και κατ΄επέκταση και η Κηφισιά είναι ένα χαρμάνι Ανατολής και Δύσης, έχει τη γοητεία του πανάρχαιου και τη λάμψη του εντελώς εφήμερου. Βλέπεις στους δρόμους της μαυροντυμένες γερόντισσες -πανομοιότυπες σου φαίνονται με τις γραίες των παιδικών σου χρόνων-, κοστουμάκηδες ραμμένους "sur mesure” ή με ετοιματζίδικα σακκάκια των πέριξ του κέντρου καταστημάτων, φρικιά και χίπστερ, γυναίκες της βιοπάλης και δεσποινάρια στα δεκαεφτά, στα είκοσί τους, με νύχια σαν μικρά σπαθιά, με σορτς που ασπρίζουν στους γλουτούς. Τις νύχτες μυρμηγκιάζει το κέντρο. "Στα 90’ς, ο χαμός γινόταν στην πεζόδρομο της Κασαβέτη " λέω στην παρέα μου, που τότε δεν είχε καν γεννηθεί ή μπουσούλαγε. "Μάστιγα αποτελούσαν τα ποτά-μπόμπες, κινδύνευες να πάθεις με δυό γουλιές ουίσκι χανγκόβερ. Οι φάτσες όμως, τα ντυσίματα δεν διαφέρουν εντυπωσιακά, ίσως κάπως οι γυναικείες κομμώσεις. Η Ελλάδα ακόμα -να μια μεγάλη αλλάγη- ήταν ένα απέραντο τασάκι. Στις συναυλίες ανάβαμε αναπτήρες. Τώρα φακούς κινητών. Άλλη διαφορά; Οι λοάτκι. Διασκέδαζαν απελευθερωμένοι μόνο στα γκέι μπαρ – κάποια τους είχαν ακτινοβολία”. Πλέον οι λοάτκι διατρανώνουν την παρουσία τους παντού…" 

"Περνάγαμε καλύτερα;" αναρωτιέμαι. "Εάν ναι, ο μόνος λόγος ήταν η λαχτάρα μας να τρυπώσουμε παντού. Να εξερευνήσουμε κάθε κρυφή πτυχή. Έτσι και επέστρεφα στα στέκια της ύστερης εφηβείας και της μετεφηβείας μου, στο ζαχαροπλαστείο του Βάρσου και του Νικολέλη, τα σουβλάκια του κυρ. Παναγιώτη, πιθανότατα να τα απομυθοποιούσα εντελώς.  Άσε που θα εκπλησσόμουν με το πόσο χρόνο και ενέργεια ξοδεύαμε τριγυρνώντας ασκόπως, φλερτάροντας κορίτσια που δεν μας άρεσαν και τόσο -ούτε κι εμείς τους αρέσαμε αλλά ύστερα από τόσο μπίρι-μπίρι ενέδιδαν-, μη στέργοντας να πέσουμε για ύπνο πριν από τις τέσσερις ή από τις πέντε τα χαράματα. 

Δεν χάνεται ο χρόνος. Το φοιτητικό χαζολόγημα λειτουργεί ως πηγή έμπνευσης, ως αφετηρία δημιουργίας. Ομοίως οι μεσήλικοι περίπατοι. Ακονίζεται η σκέψη σου παρατηρώντας γύρω σου. Βαθαίνει το αίσθημα σου. Κατηφορίζεις την Όθωνος, θυμάσαι τα παμπάλαια λεωφορεία που αγκομαχούσαν κάποτε στην κοίτη της και άφηναν πίσω τους μαύρο καπνό. Βγαίνεις στη Αδριανού, σαν χτες σου φαίνεται που έκαναν εκεί κοπέλες πεζοδρόμιο, οι τραβεστί προτιμούσαν τη Κολοκοτρώνη . Φτάνεις στο δρομάκι πίσω από το τραίνο, εκεί σέρβιραν ούζο με μεζέ, βαράνε τρίχορδα μπουζούκια, υπήρχε ένα θρησκευτικό βιβλιοπωλείο κι ένα κατάστημα που -άκουσον, άκουσον!- που πουλούσε γραφομηχανές. Παίρνεις την Εμμανουήλ Μπενάκη που πριν από εκατό χρόνια την έλεγαν "οδό Προαστείου". Βγαίνεις στην Κηφισιάς και, θυμάσαι ο πλανόδιος μανάβης να πουλάει ακόμα εκεί, στο καρότσι του, βασιλικά σύκα και αχλάδια κρυστάλια. 

Θυμάσαι και απαγγέλλεις δοξαστικά τους στίχους του Σεφέρη: Εγώ είμαι ο τόπος σου. Ίσως να μην είμαι κανείς. Αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις.

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.