ενημέρωση 4:19, 19 April, 2024

Τον Δήμαρχο τον στέλνεις φυλακή ή τον στέλνεις στο σπίτι του;

Γράφει ο Γιάννης Κατσίμπας

Περιγράφω για τη τραγικότητα της κατάστασης από τον Ν. Χιωτάκη στον Γ. Θωμάκο και τον πολιτικό θάνατο μέσω ξεφτίλας

«Τον πρωθυπουργό δεν τον στέλνεις φυλακή, τον στέλνεις στο σπίτι του» Κωνσταντίνος Καραμανλής.     

Δεν ξέρω πώς θα το αντιμετώπιζα εάν ήμουν «Βάρσος». Ως Κηφισιώτης πάντως, αντιλαμβάνομαι την αποπομπή του Νίκου Χιωτάκη ως ξεφτίλα ασύγκριτα βαρύτερη από την σύλληψη του χειρότερου εγκληματία. Ακόμα και αν το περιστατικό με την επιστροφή Βάρσου στα παλιά λημέρια δεν ήταν στημένο, ο Ν. Χιωτάκης πλήρωσε με την καταστροφή του πολιτικού του μέλλοντος ένα προσωπικό του βίτσιο. Ακαλαίσθητο, απρεπέστατο, επικίνδυνο –υπό προϋποθέσεις- για τη γενετήσια αξιοπρέπεια των άλλων, πάντως προσωπικό.  

Ενώ ο Ν. Χιωτάκης...

Ο Ν. Χιωτάκης –στα αυτιά και μάτια του κόσμου- κατηγορείται για σειρά παραβάσεων, παρατυπιών, καταχρήσεων, παράνομων πράξεων μέχρι, αυτό είναι και το κερασάκι στη τούρτα ότι χρηματίστηκε  και πως χρησιμοποίησε την εξουσία και την επιρροή του προκειμένου να συγκαλύψει την υπόθεση. Ενώ μάλιστα διατελούσε Δήμαρχος Κηφισιάς και διεκδικούσε την επανεκλογή του...

Έρχονται στο μυαλό μου δύο εμβληματικές φράσεις:

- «Η εξουσία διαφθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα» του λόρδου Άκτον.

- «Τον Πρωθυπουργό» (τον επικεφαλής δηλαδή τις εκτελεστικής εξουσίας) «δεν τον στέλνεις φυλακή, τον στέλνεις στο σπίτι του» του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Αυτό το είχε πει, θρυλείται, ο Καραμανλής, όταν στις αρχές της δεκαετίας του '90- πιθανολογούνταν η καταδίκη του Ανδρέα Παπανδρέου για το σκάνδαλο Κοσκωτά.

Αμφιβάλλω εάν ο Κ. Καραμανλής έτρεφε το ελάχιστο αίσθημα επιείκειας ή τρυφερότητας για τον Ανδρέα. Ιδίως μετά το 1985, που ο Ανδρέας τον άδειασε την τελευταία στιγμή και πρότεινε αντ'αυτού για Πρόεδρο τον Χρήστο Σαρτζετάκη. Η τοποθέτηση του Καραμανλή εκκινούσε από τη γνώση της Ιστορίας. Απ'την τραυματική ανάμνηση των εθνικών διχασμών. Φυλακίζοντας έναν εκλεγμένο ηγέτη, συσπειρώνεις τους οπαδούς του, οι οποίοι ευθύς θα μιλήσουν για δικαστική σκευωρία. Υποθάλπεις το μίσος, ενεργοποιείς ένστικτα εκδίκησης και αντεκδίκησης.

Πόσο δε μάλλον εάν τον εξοντώσεις φυσικά. Με την απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου, το καλοκαίρι του 1920, άνοιξε ένας κύκλος αίματος, που στοίχισε τη ζωή στον Ίωνα  Δραγούμη και σε πολλούς άλλους, λιγότερο επιφανείς, και που οδήγησε στην εκτέλεση των Έξι, την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Μπορεί οι Έξι να έφεραν την αντικειμενική ευθύνη για την Εθνική Τραγωδία. Η θανάτωσή τους ωστόσο, με συνοπτικές διαδικασίες, αποσκοπούσε περισσότερο στην ψυχική κάθαρση δια της αποπομπής των τράγων, παρά στην απόδοση δικαιοσύνης.  

Αντί να στήνουμε ανακρίσεις και δίκες που κινδυνεύουν να ηρωοποιήσουν τους ανάξιους και τελικά να τους βρυκολακιάσουν, δεν τους παραδίδουμε απλώς στη γενική απαξίωση και λήθη; Στον πολιτικό δηλαδή θάνατο; Η ατίμωση, η ξεφτίλα είναι ποινή βαρύτερη κι απ'την ισόβια ειρκτή. Κι από το εκτελεστικό, ακόμα, απόσπασμα...

Μισόν αιώνα αργότερα, στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού: Ο με εντυπωσιακή πλειοψηφία -61%- εκλεγείς Ρίτσαρντ Νίξον βρίσκεται αντιμέτωπος με το σκάνδαλο Γουώτεργκέητ, που αφορά υποκλοπές συνομιλιών από την έδρα του αντίπαλου Δημοκρατικού Κόμματος. Οι αποκαλύψεις σύντομα γίνονται χιονοστιβάδα, η οποία πέφτει πάνω στο κεφάλι του Προέδρου. Άγρια στριμωγμένος, ο Νίξον παραιτείται και εγκαταλείπει τον Λευκό Οίκο. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ζητάει ταπεινά συγγνώμη από τον αμερικάνικο λαό. Το ζήτημα επισήμως έκλεισε εκεί, δίχως να λάβει δικαστικές προεκτάσεις. Το έδαφος της δημοκρατίας απορρόφησε τα απόβλητα του σκανδάλου. Θα έπρεπε ο Ρίτσαρντ Νίξον να είχε σαπίσει –εφόσον είχε αποδειχθεί η ενοχή του- στην φυλακή;

Θα πρέπει η δημοκρατία να φτάνει πάντα το μαχαίρι στο κόκκαλο και να'ναι δυο φορές πιο αυστηρή απέναντι σε εκείνους που εγκληματούν ενώ κατέχουν δημόσια αξιώματα; Η κοινή λογική και η αγνή –πέραν πολιτικών υπολογισμών- προσέγγιση λέει ναι.

Όταν ο απλός πολίτης κινδυνεύει να βρεθεί πίσω απ'τα σίδερα επειδή δεν ανταποκρίθηκε στις φορολογικές του υποχρεώσεις, ο ηγέτης ο οποίος έκλεψε, εξαπάτησε, δωροδοκήθηκε, οφείλει να μετανιώσει την ώρα και την στιγμή που ήρθε στον κόσμο. Έτσι μονάχα, αποβάλλοντας το βρώμικο αίμα, η δικαιοσύνη καταξιώνεται και η δημοκρατία ενδυναμώνεται.

Υπάρχει ωστόσο και αντίλογος.

Ο ηγέτης –ο ένας που αναλαμβάνει με την ψήφο του λαού τα ηνία και την ευθύνη- περιβάλλεται σαν είναι διεφθαρμένος, από έναν εξίσου και ακόμα χειρότερα διεφθαρμένο μηχανισμό. Έναν μηχανισμό που διατρέχει τη διοίκηση, που φτάνει μέχρι τα τοπικά γραφεία της παράταξης, που απαρτίζεται από στελέχη, μυστικούς πράκτορες, συζύγους κι ερωμένες, ίσως ακόμα και από τον περιπτερά της γειτονιάς, ο οποίος αμείβεται για να κάνει τα στραβά μάτια.

Όσο ο ηγέτης ενσαρκώνει την απόλυτη διαφθορά, άλλο τόσο κι ο τελευταίος τροχός της αμάξης του εκπροσωπεί τη σχετική –κατά το μέτρο των ευκαιριών του- διαφθορά. Άμα αρχίσουμε να ξηλώνουμε το πουλόβερ, θα γίνουμε μαλλιά-κουβάρια. Άμα ανοίξουμε τις ντουλάπες με τους σκελετούς, η κοινωνία σύντομα θα θυμίζει απέραντο σκαμμένο νεκροταφείο.

Στην Ανατολική Γερμανία, οι μισοί σχεδόν πολίτες ήταν –όπως αποδείχθηκε- περιστασιακοί χαφιέδες. Κάρφωναν στην Στάζι τους τις μισούς. Αντί λοιπόν, πρεσβεύει ο αντίλογος, να πραγματοποιούμε θεαματικές πατροκτονίες (δεν έχει κι ο λαός, στο κάτω-κάτω, την ευθύνη του για το ποιόν εμπιστεύθηκε;), δεν εξυγιαίνουμε καλύτερα τους θεσμούς; Δεν θεσπίζουμε αυστηρότερους νόμους, ώστε στο μέλλον να είναι πιο δύσκολο για τους εκλεκτούς της δημοκρατίας να τη διασύρουν;

Αντί να στήνουμε ανακρίσεις και δίκες που κινδυνεύουν να ηρωοποιήσουν τους ανάξιους και τελικά να τους βρυκολακιάσουν, δεν τους παραδίδουμε απλώς στη γενική απαξίωση και λήθη; Στον πολιτικό δηλαδή θάνατο;

Η ατίμωση, η ξεφτίλα είναι ποινή βαρύτερη κι απ'την ισόβια ειρκτή. Κι από το εκτελεστικό, ακόμα, απόσπασμα. Ειλικρινά δεν έχω αποφασίσει εάν συντάσσομαι με τον αγνό κι ευθύ λόγο ή με τον τεθλασμένο αντίλογο. Για ένα πάντως είμαι σίγουρος: Εκείνος που κατ'εξοχήν επωφελείται και τρίβει τα χέρια του με το κατάντημα του Νίκου Χιωτάκη, είναι ο συνεταίρος του Β. Βάρσος και αρμενίζει προς τις επόμενες Δημαρχιακές εκλογές.

Γιατί όμως τα αναφέρω όλα αυτά. Για τον απλούστατο λόγο ότι λόγω της λίαν επιεικώς κακής, τίποτα διοίκησης, του Γ. Θωμάκου έχουν βγει στο αφρό της πόλης τα παλιά, φθαρμένα εργαλεία. Λες και με ένα καλό γυάλισμα, ξεχνιούνται όλα όσα είχε κάνει κατά την διάρκεια της 12ετούς θητείας του.

Από τον νυν Δήμαρχο, τον Γ. Θωμάκο ο οποίος δεν μπορεί να χωρίσει 2 γαϊδουριών άχυρα, βγήκαν τα φθαρμένα εργαλεία.

Οι καιροί ου μενετοί.-      

Τελευταία τροποποίηση στιςΠαρασκευή, 22 Απριλίου 2016 10:42
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Ο συγκινητικός κύριος Βασίλης Βάρσος Όχι -πάλι- πίσω »

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.